17 Αυγούστου 2014

Η Παιδεία στο Μόναχο. Ο Θεσμός της Σχολικής Συμβουλευτικής (SCHULBERATUNG).

 Πώς είναι οργανωμένη η Σχολική Συμβουλευτική; 
Το μοντέλο της Βαυαρίας


Dr. Βασιλεία Τριάρχη-Herrmann
Πανεπιστημίο Μονάχου 
έδρα Ειδικής Αγωγής του Λόγου

Η Σχολική Συμβουλευτική έχει γίνει θεσμός στα εκπαιδευτικά συστήματα πολλών ευρωπαϊκών χωρών.
Εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία και θεωρείται ως μια πολύ σημαντική και απαραίτητη για τη λειτουργία του κάθε σχολείου υπηρεσία.
Στα πλαίσια εφαρμογών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων αποτελεί ένα απαραίτητο μέσο για την επιτυχία των διαφόρων διαδικασιών ανανέωσης.
Χαρακτηρίζεται δε συχνά ως «μεταόργανο» και κεντρικός άξονας κάθε προσπάθειας εφαρμογής παιδαγωγικών ιδεών (
Klein, 1997, 100).
Στο κεφάλαιο αυτό αφού οριοθετηθεί γενικά η έννοια της Σχολικής Συμβουλευτικής και εξετάσουμε το «φαινόμενο» της Σχολικής Συμβουλευτικής στην ιστορική του διάσταση, θα δούμε πώς λειτουργεί η Σχολική Συμβουλευτική στο εκπαιδευτικό σύστημα της Βαυαρίας.
2. 1 Οριοθέτηση του όρου «Σχολική Συμβουλευτική»
Στην προσπάθεια οριοθέτησης του όρου «Σχολική Συμβουλευτική» θα πρέπει να γίνει πρώτα αποδεχτό ότι ο όρος Συμβουλευτική αποτελεί μια υπερέννοια στην οποία εντάσσεται μια σειρά από διάφορες υποέννοιες. 

Οι υποέννοιες αυτές αποτελούν τις μορφές της Συμβουλευτικής. Συγκεκριμένα, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, στη σύγχρονη συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνία, η Συμβουλευτική εφαρμόζεται σε διάφορους χώρους της καθημερινής ζωής του ανθρώπου. 


Τη συναντά κανείς ως «Συμβουλευτική γάμου», «Συμβουλευτική διαζυγίου», «Συμβουλευτική επιχειρήσεων», «Συμβουλευτική νομικών υποθέσεων», «Συμβουλευτική πωλήσεων», «Συμβουλευτική καταθέσεων», «Συμβουλευτική σε θέματα ειρήνης», «Συμβουλευτική σπουδών», «Σχολική Συμβουλευτική». Η κάθε μία από αυτές τις μορφές της Συμβουλευτικής έχει κοινά στοιχεία με τις άλλες, διακρίνεται όμως από αυτές μέσω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων.
Στην περίπτωση της Σχολικά Συμβουλευτικής τα ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μπορούν να εντοπισθούν στους ακόλουθους τρεις τομείς:
•        Στη διεξανωνή тпс συιμβουλευτικής διαδικασίας: οι φάσεις της συμβουλευτικής διαδικασίας διαφοροποιούνται σε σχέση με τις φάσεις του κλασικού μοντέλου δόμησης της συμβουλευτικής. Ο Σύμβουλος στο πλαίσιο της Σχολικής Συμβουλευτικής ακολουθεί μια πορεία με συγκεκριμένα βήματα, (βλ. Elbing, 2004, Τριάρχη- Herrmann, 2000α)
•        Στην αφορμή της Συμβουλευτικης: Η συμβουλευτική διαδικασία μπορεί να αρχίσει όχι μόνο από το άτομο που αντιμετωπίζει άμεσα το πρόβλημα δηλ. από τον ίδιο το μαθητή, αλλά και από άτομα του περιβάλλοντος του, τα οποία έχουν έμμεση σχέση με το πρόβλημα, όπως είναι οι γονείς του ή ο εκπαιδευτικός της τάξης του. Η συμβουλευτική διαδικασία ξεκινά συνήθως, όταν ένα άτομο, που είναι ενεργό μέλος σε συγκεκριμένες διαδικασίες αγωγής και μάθησης ενός μαθητή, διαπιστώνει μεγάλη διαφορά μεταξύ της υττάρχουσας και της δέουσας κατάστασης.
•        Στις διαγνωστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται. Στη σχολική Συμβουλευτική δεν αποτελεί η διεξαγωγή συζήτησης τη μοναδική μέθοδο εξέτασης με στόχο τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με το πρόβλημα του μαθητή. Για να διαπιστωθούν οι ικανότητες, οι κλίσεις και οι αδυναμίες του, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν παράλληλα ειδικά διαγνωστικά εργαλεία, όπως είναι τα διάφορα Τεστ εξέτασης των γνωστικών ικανοτήτων ή των μαθησιακών επιδόσεων ή η συστηματική παρατήρηση της συμπεριφοράς του σε συγκεκριμένες καταστάσεις (βλ. κεφάλαιο τρίτο ).
Πώς ορίζεται όμως η έννοια της Σχολικής Συμβουλευτικής επιστημονικά;

Σύμφωνα με τον Schmitz (1991), ο όρος αυτός τις περισσότερες φορές συνδέεται με την παροχή πληροφοριών και τη συμβουλευτική γονέων και μαθητών κατά την οποία δημιουργείται 

«
....μία κυρίως εκούσια, χρονικά περιορισμένη, παρεμβατική ή προληπτική σχέση μεταξύ ενός ή περισσότερων συμβουλευομένων και ενός συμβούλου.». Στο πλαίσιο της σχέσης αυτής θα πρέπει να διαλευκανθεί το πρόβλημα του συμβουλευομένου, το οποίο συνίσταται στη μη ύπαρξη εξισορρόπησης μεταξύ της «υπάρχουσας » και της «δέουσας» κατάστασης. Στόχος της σχέσης αυτής είναι να λειτουργούν οι διαδικασίες ανάπτυξης στο συμβουλευόμενο όσο γίνεται καλύτερα (βλ. Hofer, et al., 1996, 24).


Ένας κοινός, γενικά αποδεκτός ορισμός της Σχολικής Συμβουλευτικής δεν υπάρχει στη σχετική βιβλιογραφία. Στο σημείο αυτό θα γίνει αναφορά σε δυο ορισμούς, ο καθένας εκ των οποίων
δίνει βαρύτητα σε διαφορετικές πτυχές της Σχολικής Συμβουλευτικής.

Οι Aurin/Gaude/Zimmermann (1973), για να τονίσουν την παιδαγωγική πτυχή της Σχολικής Συμβουλευτικής ορίζουν, ως Σχολική Συμβουλευτική
την παροχή βοήθειας κατά τον προσανατολισμό στη σχολική πορεία, κατά τις διαδικασίες της μάθησης και της ανάπτυξης, και κυρίως τη «βοήθεια για αυτοβοήθεια και για αυτοπραγμάτωση» και τη βοήθεια για την ανάπτυξη ατομικών ικανοτήτων και υπεύθυνης συμπεριφοράς (σ. 4)
Ο Schmitz[23] (1991) βλέπει το χώρο του σχολείου ως κεντρικό χαρακτηριστικό της Σχολικής Συμβουλευτικής γι αυτό και ορίζει τη Σχολική Συμβουλευτική
ως τη Συμβουλευτική που παρέχεται σε περιπτώσεις προβλημάτων τα οποία εμφανίζονται στο σχολείο και βρίσκονται σε άμεση σχέση με αυτό, και στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να αντιμετωπισθούν με τα μέσα που διαθέτει το σχολείο.
Ταυτόχρονα διευκρινίζει ότι δεν είναι δυνατόν όλα τα προβλήματα που παρουσιάζονται στο σχολείο να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της Σχολικής Συμβουλευτικής.

2.  2 Η ιστορική διάσταση της Σχολικής Συμβουλευτικής
Σε μια πρώτη επαφή με την ιστορική διάσταση της Σχολικής Συμβουλευτικής διαπιστώνεται, όπως αναφέρει ο Krause (1983), ότι ισχύει αυτό που πολλές φορές υποστηρίζεται για την Ψυχολογία και την Παιδαγωγική: Η ιστορία της Σχολικής Συμβουλευτικής είναι πολύ σύντομη, σε αντίθεση με το παρελθόν της, που είναι πολύ μεγάλο.
Εφαρμογές της Σχολικής Συμβουλευτικής βρίσκει κανείς στην αγωγή των νέων από τότε που άρχισε η διαπαιδαγώγησή τους και η συστηματική εκπαίδευση.
Η ιστορία όμως της εφαρμοσμένης Σχολικής Συμβουλευτικής αρχίζει γύρω στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής: Στη Βοστώνη το 1908 και στο Σικάγο το 1909 ιδρύθηκαν οι πρώτες παιδικές κλινικές που έφεραν το όνομα „
Child Guidance Clinic“ και οι οποίες παρείχαν παράλληλα με τη Συμβουλευτική σε θέματα αγωγής και Σχολική Συμβουλευτική με εξατομικευμένη βοήθεια. Στα επόμενα χρόνια ιδρύονται σε διάφορες πόλεις της Αμερικής και της Ευρώπης παρόμοιες παιδαγωγικές κλινικές για Συμβουλευτική, όπως στο Λονδίνο, στη Βέρνη της Ελβετίας, στην Antwerpen του Βελγίου. Το 1923 καθιερώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες οριστικά ο θεσμός του Σχολικού Ψυχολόγου και ταυτόχρονα άρχισαν να εκπαιδεύονται άτομα στη Συμβουλευτική, στα οποία δινόταν η δυνατότητα να βρίσκουν εργασία σε αυτό το χώρο. (βλ. Μάνος, 1991, 25-26, ).
Σήμερα η Σχολική Συμβουλευτική στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ασχολείται κυρίως με την παροχή Συμβουλευτικής σε θέματα και προβλήματα που παρουσιάζονται στη σχολική πορεία (Educational Counseling), στον επαγγελματικό προσανατολισμό (Vocational Counsling) και σε ψυχολογικά προβλήματα τόσο σε ατομική βάση όσο και στο πλαίσιο μιας ομάδας (Sieckendiek et al. 2002, 17).
Στις γερμανόφωνες χώρες, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, παρόλο που δεν λειτουργούσε πουθενά ειδική υπηρεσία Σχολικής Συμβουλευτικής, είχαν αρχίσει διάφοροι Ψυχολόγοι να αναπτύσσουν εξεταστικό υλικό και να ερευνούν στο χώρο της Σχολικής Ψυχολογίας. 
Ο Ebbinghaus π.χ. ανέπτυξε ένα τεστ για τη Διαγνωστική μαθησιακών επιδόσεων και επιδόσεων μνήμης και πραγματοποίησε ειδικές έρευνες με στόχο να διαπιστωθεί αν το πρωινό ή το απογευματινό μάθημα ευνοεί περισσότερο τη μάθηση. Ακόμη, από την εποχή αυτή είναι γνωστό το Τεστ διαπίστωσης ικανοτήτων για την επιλογή σε ανώτερες Σχολές που ανέπτυξε ο Stern με τους συνεργάτες του. 
Σύμφωνα με τους Hofer et al. (1996) δόθηκε για πρώτη φορά ο όρος «Σχολική Συμβουλευτική» από τον ίδιο τον Stern (57). Ο πρώτος Συμβουλευτικός Σταθμός σε θέματα αγωγής σε γερμανόφωνο χώρο ιδρύθηκε στη Βιέννη από τον Alfred Adler το 1919. Ακολούθησε το 1922 η ίδρυση ενός δεύτερου Ινστιτούτου στο Μόναχο από το Seif, μαθητή του Adler, και την ίδια χρονιά στο Mannheim αναφέρεται ότι άρχισε να εργάζεται ως πρώτος Σχολικός Ψυχολόγος ο Lämmermann.

Στις επόμενες δεκαετίες παρατηρήθηκε στη Γερμανία μια στασιμότητα, σε αντίθεση με τον αγγλοαμερικάνικο χώρο, όπου διευρύνθηκε το δίκτυο της Σχολικής Συμβουλευτικής σε διάφορους τομείς.
Από τα τέλη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και μετά άρχισε να αναπτύσσεται το συμβουλευτικό δίκτυο σε πολλές περιοχές της Γερμανίας. Εκείνα τα χρόνια καταβάλλονταν προσπάθειες ώστε τα πολύπλευρα προβλήματα των νέων, που εμφανίζονταν συνεχώς, να αντιμετωπιστούν με ψυχοπαιδαγωγικές μεθόδους στο πλαίσιο του σχολείου. Τέτοιες προσπάθειες παρατηρούνται στο Αμβούργο το 1952, στο Βερολίνο το 1957, στηνΈσση και τη Βαυαρία το 1954 (βλ. Schmitz, 1991, Höher, 1987). 

Έτσι, άρχισε να δημιουργείται το δίκτυο της Σχολικής Συμβουλευτικής σε πολλά μέρα της Γερμανίας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 η Σχολική Συμβουλευτική[24] παρεχόταν σε κέντρα Συμβουλευτικής, που λειτουργούσαν σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας. Όπως αναφέρει ο Aurin, η εξάπλωση της Σχολικής Συμβουλευτικής συμπίπτει με τις γενικές μεταρρυθμίσεις και εξελίξεις που πραγματοποιήθηκαν στον εκπαιδευτικό χώρο σε όλα τα ομοσπονδιακά κρατίδια από τα μέσα της δεκαετίας του '60 μέχρι και τη δεκαετία του '70, που στηριζόταν στην παιδαγωγική αρχή «ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά»[25]


Συγκεκριμένα, με αποφάσεις του «Συμβουλίου Υπουργών Παιδείας» προγραμματίστηκε η δημιουργία ενός συμβουλευτικού συστήματος, που παρέχει Συμβουλευτική σε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς, σχετικά με τις πολύπλευρες δυνατότητες εκπαίδευσης, τόσο μέσω πληροφοριών, όσο και μέσω ψυχοπαιδαγωγικής Διαγνωστικής και γίνεται σε ατομική βάση.

Ακόμη, παρέχεται συμβουλευτική σε προβληματικές περιπτώσεις μάθησης, επίδοσης και συμπεριφοράς. Το οικοδόμημα της Σχολικής Συμβουλευτικής στη Γερμανία, που άρχισε να κτίζεται σύμφωνα με τις τότε προτάσεις/αποφάσεις του «Συμβουλίου Υπουργών Παιδείας», μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σήμερα καλύπτει σχεδόν σε όλη του την έκταση το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα και αποτελεί „μία ανεξάρτητη μορφή παιδαγωγικής δραστηριότητας“
(Sieckendiek et al., 2002, 37, βλ. Μπρούζος, 1999, 69).
Στην Ελλάδα εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα προσπάθειας για συστηματική Συμβουλευτική στο τέλος της δεκαετίας του '30 και έχουν περισσότερο σχέση με τον Επαγγελματικό Προσανατολισμό και το Σχολικό Επαγγελματικό Προσανατολισμό. Πρώτο το Υπουργείο Παιδείας ίδρυσε με ειδικό νόμο (A.N. 1805/39) ιδιαίτερο τμήμα Επαγγελματικού Προσανατολισμού στα κέντρα Μαθητικής Αντιλήψεως Αθηνών και Θεσσαλονίκης και καθιέρωσε το 1953 με ειδικό διάταγμα (13/3/53) το αντίστοιχο μάθημα στην υπάρχουσα μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών.

 Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε από το ίδιο Υπουργείο ένα πρότυπο κέντρο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και δύο χρόνια αργότερα (1955, 56) το Υπουργείο Εργασίας, κάτω από τις συστάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, ίδρυσε μια ειδική υπηρεσία Επαγγελματικού Προσανατολισμού και μια Σχολή για την εκπαίδευση ειδικευμένου προσωπικού. Όπως αναφέρει η Κ. Καλογήρου, που ανήκει στην ομάδα των πρώτων επιστημόνων, που εργάστηκαν σε αυτό το χώρο, έγιναν πολλές φιλότιμες προσπάθειες στις δεκαετίες που ακολούθησαν, για να παραχθεί εξεταστικό/διαγνωστικό υλικό, όπως επίσης και να οργανώσουν την παροχή Συμβουλευτικής σε μαθητές της μέσης εκπαίδευσης (Καλογήρου, 1986, 18). Η καθιέρωση του θεσμού του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Σ.Ε.Π.) στην εκπαίδευση έγινε το 1976 με τον νόμο
309/76 και λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να οργανώνονται και ειδικά σεμινάρια ειδίκευσης εκπαιδευτικών στο Σ.Ε.Π. (Μάνος, 1991, 29).
Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα η εφαρμογή της Συμβουλευτικής στην Ελλάδα περιορίζεται, ακόμη, στο χώρο του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, που έχει μετανομασθεί σε «Συμβουλευτική και Προσανατολισμός» (Δημητρόπουλος, 1998, σ. 38)[26]. Ελάχιστα είναι τα δείγματα της Συμβουλευτικής των Φοιτητών στα Πανεπιστήμια (Ιωαννίνων και Αθηνών, Καλαντζή- Αζίζι), όπως επίσης και της Συμβουλευτικής στο χώρο της Ειδικής Αγωγής. Γεγονός παραμένει ότι η Σχολική Συμβουλευτική δεν υπάρχει ακόμη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ως μια ξεχωριστή, αυτόνομη υπηρεσία[27].
Η Σχολική Συμβουλευτική αποτελεί για το εκπαιδευτικό σύστημα κάθε κρατιδίου της Γερμανίας ένα μέρος της παρεχόμενης σχολικής Αγωγής. Ως γενικός στόχος της Σχολικής Συμβουλευτικής τίθεται η παροχή υποστήριξης και βοήθειας σε μαθητές ώστε να λάβουν μία σχολική εκπαίδευση και μόρφωση σύμφωνα με τις ικανότητες και δεξιότητές τους (Κοινοποίηση του Βαυαρικού Υπουργείου Παιδείας Νουμ. VI/9-S4305-640, S. 1, βλ. Honal, 1999)).
Κεντρικοί στόχοι της Σχολικής Συμβουλευτικής σύμφωνα με τον Mutzeck (2002) είναι
        Να δημιουργήσει ο Σύμβουλος μία ανοιχτή και συνεργάσιμη σχέση με τον Συμβουλευόμενο
        Να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει το πρόβλημά του
•        Να ενεργοποιήσει στο Συμβουλευόμενο μία διαδικασία μάθησης ώστε να είναι σε θέση να επεξεργαστεί ικανοποιητικά το πρόβλημά του και να βελτιώσει, να διευρύνει την ικανότητά του στο να παίρνει αποφάσεις και να αντιμετωπίζει προβλήματα.
Εντούτοις, ο ίδιος χαρακτηρίζει τους τρεις αυτούς στόχους ως ιδανικούς στόχους και πιστεύει ότι θα πρέπει ο Σύμβουλος να τους θεωρεί περισσότερο ως «καθοδηγητικές ιδέες» που στην πράξη δεν μπορούν τόσο εύκολα να πραγματοποιηθούν (Mutzeck 2002, 22).
Οι εργασίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της Σχολικής Συμβουλευτικής εντοπίζονται συνήθως σε τέσσερις βασικούς τομείς όπως απεικονίζονται στο Σχήμα 3:



1. Συμβουλευτική σχολικής και επαγγελματικής πορείας

που γίνεται συνήθως σε τρεις περιπτώσεις:


κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο, σε περίπτωση που δεν είναι εμφανής η σχολική 


ωριμότητα του μαθητή


όταν για διαφόρους λόγους ο μαθητής, που φοιτά ήδη σε μία τάξη ή σε έναν τύπο σχολείου, 


θα πρέπει να μεταπηδήσει σε μία άλλη τάξη ή σε μία άλλη σχολική βαθμίδα ή


κατά την επιλογή της επαγγελματικής εκπαίδευσης.



Στόχος αυτού του τομέα της Σχολικής Συμβουλευτικής είναι να παρέχει στο μαθητή τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει ανάλογα με τις δικές του ικανότητες και δεξιότητες, όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά, τις πολύπλευρες δυνατότητες μόρφωσης που παρέχει το συγκεκριμένο σχολικό σύστημα.

Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με το
     *    να δοθούν στο μαθητή οι σχετικές πληροφορίες πάνω στις δυνατότητες φοίτησης που υπάρχουν τόσο στο πλαίσιο του σχολείου όσο και αργότερα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και
     *    να διαπιστωθούν μέσω κατάλληλων διαγνωστικών μέσων οι ικανότητες και οι κλίσεις που έχει ο ίδιος ο μαθητής.
2.  Εξατομικευμένη ψυχοπαιδαγωγική Συμβουλευτική[28]
σε προβληματικές περιπτώσεις μαθητών, που παρουσιάζουν δυσκολίες και προβλήματα στη μάθηση, χαμηλές σχολικές επιδόσεις ή διαταραχές στη συμπεριφορά τους (βλ. κεφάλαιο τρίτο). Εδώ ο στόχος είναι να υπερνικηθούν οι δυσκολίες και έτσι να βελτιωθεί η ικανότητα μάθησης, η σχολική επίδοση και η συμπεριφορά (Schmitz, 1991, 32). Στον τομέα αυτό ανήκει και η Συμβουλευτική παιδιών χαρισματικών.
3.  Συμβουλευτική συστήματος.
Εδώ συγκαταλέγεται η συμβουλευτική που παρέχεται στο σύστημα σχολείο όταν παρουσιάζονται προβλήματα, που έχουν σχέση με το σχολείο ως μια ολότητα.
Παραδείνυατα: το πρόβλημα της βίας ή των ναρκωτικών σε ομάδες μαθητών, το θέμα της εξέλιξης του προφίλ του σχολείου, η ενδοσχολική επιμόρφωση, κ.λ.π..

Ακόμη, στον τομέα αυτόν συμπεριλαμβάνεται και η συμβουλευτική που δίνεται σε προβλήματα που εμφανίζουν μέλη του συστήματος, π.χ. ένας συνάδελφος, ο οποίος χρειάζεται πληροφορίες, ενημέρωση ή συγκεκριμένη υποστήριξη σε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει στο πλαίσιο του παιδαγωγικού ή του διδακτικού του έργου.
Σύμφωνα με τον Schmitz (1991) ο τομέας αυτός της Σχολικής Συμβουλευτικής έχει ως στόχο « ....να επηρεάσει και να βελτιώσει, μέσω της Συμβουλευτικής κυρίως των διδασκόντων, τη λειτουργία του συστήματος „σχολείο“ τόσο πολύ ώστε να υπάρχει αρμονία μεταξύ των διδασκόντων και των διδασκομένων» (σ.32). Ο Höher (1987) θέτει μάλιστα ως κεντρικό στόχο της Σχολικής Συμβουλευτικής τη συμβολή της Συμβουλευτικής κατά τις « ... αλλαγές του εκπαιδευτικού συστήματος στο πλαίσιο μιας παιδαγωγικής και ψυχολογικής στοχοθεσίας» (σ.38). Με την έννοια αυτή χαρακτηρίζεται η Σχολική Συμβουλευτική ως «μεταόργανο για τη στήριξη καινοτόμων διαδικασιών και για τη διασφάλιση του ενδο- παιδαγωγικού δυναμικού της» (Klein, 1997, 120).
Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής της Γερμανίας συζητείται τα τελευταία δέκα χρόνια έντονα η θεματική της ανάπτυξης του Σχολείου και παρατηρούνται ενδιαφέροντα μοντέλα εφαρμογής των διαφόρων θεωρητικών θέσεων. Με τον τρόπο αυτό εστιάζεται το κεντρικό ενδιαφέρον της παιδείας από το συνολικό επίπεδο του εκπαιδευτικού συστήματος στο επίπεδο του μεμονωμένου συστήματος σχολείου. Είναι εύλογο ότι, με βάση αυτή τη θεώρηση θα πρέπει να αναλάβει η Σχολική Συμβουλευτική ένα σημαντικό ρόλο[29]. (Höher, 1987, Klein, 1997, 213).
4.  Συμβουλευτική σε μέλη άλλων παιδαγωγικών ιδρυμάτων
Οι εργασίες της Σχολικής Συμβουλευτικής δεν περιορίζονται μόνο στο χώρο του Σχολείου, αλλά επεκτείνονται και σε χώρους που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με αυτό, όπως είναι το νηπιαγωγείο, ο παιδικός σταθμός, τα κέντρα Ψυχικής Υγιεινής. Στο πλαίσιο της συνεργασίας με αυτούς τους φορείς καλείται πολλές φορές η Σχολική Συμβουλευτική να συμβάλει στην ενημέρωση γονέων και παιδαγωγών, με ομιλίες και συζητήσεις πάνω σε επίκαιρα ψυχοπαιδαγωγικά θέματα, που απασχολούν τα άτομα αυτά.
Για να είναι σε θέση η Σχολική Συμβουλευτική να εκπληρώνει με επιτυχία τους στόχους που θέτει, θα πρέπει, σύμφωνα με τον Schmitz (1991, 21), να φέρει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
        να είναι μια μόνιμη δημόσια υπηρεσία, που να υπάγεται σε ένα νομοθετικό πλαίσιο και να διέπεται από συγκεκριμένους κανονισμούς
        να ασκείται σε ένα ιδιαίτερο χώρο από εκπαιδευτικούς, που έχουν αποκτήσει την αντίστοιχη Ειδικότητα στο πλαίσιο μιας μετεκπαίδευσης, όπως είναι ο Σχολικός Ψυχολόγος και ο
Σύμβουλος-Παιδαγωγός (Τριάρχη-Herrmann, 1996, Τριάρχη- Herrmann, 2003)
•       
να παρέχεται σε προαιρετική βάση και συνεπώς
•        η συμβουλευτική διαδικασία να ξεκινά από πρωτοβουλία των ίδιων των ατόμων, που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Αυτά μπορεί να είναι ο ίδιος ο μαθητής, ο εκπαιδευτικός ή οι γονείς και τέλος
•        να βρίσκεται σε συνεχή επαφή και συνεργασία με σχολικούς (π.χ. με εκπαιδευτικούς, συμβούλους-εκπαίδευσης, σχολικό ψυχολόγο κ.λ.π.) και μη σχολικούς φορείς, όπως π.χ. με Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής, Νοσοκομεία, Συμβουλευτικούς Σταθμούς, Ψυχολόγους, Γιατρούς, Θεραπευτές.
Σύμφωνα με τον Aurin (1991) η σημασία της Σχολικής Συμβουλευτικής σε ό,τι έχει σχέση με τον ίδιο το μαθητή, μπορεί να εντοπισθεί σε δύο κυρίως τομείς:
Από τη μία πλευρά βοηθά το μαθητή να αναπτύξει την ικανότητα προσανατολισμού και λήψης αποφάσεων, όχι μόνο με το να του παρέχει πολύπλευρες και πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες της σχολικής φοίτησης και τον επαγγελματικό προσανατολισμό, αλλά και με το να του δώσει τη δυνατότητα να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, τα ενδιαφέροντα, τις ικανότητες και δεξιότητές του, καθώς επίσης και τις αδυναμίες του.

Ταυτόχρονα, από την άλλη πλευρά, αναπτύσσεται με αυτό τον τρόπο η ικανότητα του μαθητή να είναι σε θέση να βοηθήσει ο ίδιος τον εαυτό του, μέσω της βοήθειας που του παρέχεται κατά τη λύση του προβλήματος του. 

Αποκτά, με άλλα λόγια, ο ίδιος ο μαθητής την ικανότητα για αυτοβοήθεια. Εδώ, τονίζεται από πολλούς σύγχρονους παιδαγωγούς, έγκειται η ανθρωπιστική διάσταση της παιδαγωγικής Συμβουλευτικής, η οποία, κατά τη γνώμη τους, συνίσταται, όχι μόνο στο να κατανοηθεί το πρόβλημα του μαθητή από όλες τις πλευρές, αλλά και στο να καλλιεργηθεί στο μαθητή ένα αίσθημα ασφάλειας που απορρέει από τη βεβαιότητα ότι οι άλλοι ενδιαφέρονται και φροντίζουν γι αυτόν. 

Επακόλουθα μπορεί να αναπτυχθεί μια σχέση εμπιστοσύνης, που αποτελεί βασική προϋπόθεση, για να πραγματοποιηθεί ένας «μη κατευθυντικός τύπος αγωγής», όπως είναι η Συμβουλευτική.


2.4   Ο ρόλος και τα καθήκοντα του Συμβούλου-Παιδαγωγού

Ο Σύμβουλος-Παιδαγωγός μαζί με το Σχολικό Ψυχολόγο αποτελούν τους βασικούς κίονες του οικοδομήματος της Σχολικής Συμβουλευτικής. Στο βαυαρικό εκπαιδευτικό σύστημα τόσο ο Σύμβουλος-Παιδαγωγός, όσο και ο Σχολικός Ψυχολόγος είναι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί, οι οποίοι έχουν αποκτήσει την ειδικότητα στην Σχολική Συμβουλευτική. Αυτό μπορεί να συμβεί ή κατά τη διάρκεια των βασικών τους σπουδών, μέσω μιας διεύρυνσης του περιεχόμενου σπουδών ή στο πλαίσιο ενός δίχρονου μετεκπαιδευτικού προγράμματος (βλ. Τριάρχη
-Herrmann, 1996, Τριάρχη-Herrmann, 2003).


Ο Σύμβουλος-Παιδαγωγός εργάζεται σε ένα σχολείο, στο οποίο και ασκεί για ορισμένες ώρες την ειδικότητα του Σ-Π. Με τη δραστηριότητά του αυτή, συμβάλλει ουσιαστικά στην εύρυθμη λειτουργία του σχολείου και ταυτόχρονα στηρίζει και βοηθά αποτελεσματικά τον εκπαιδευτικό, το μαθητή και τους γονείς του κατά την αντιμετώπιση μαθησιακών προβλημάτων ή προβλημάτων συμπεριφοράς ή ακόμη, προβλημάτων που έχουν σχέση με τη συνέχιση της σχολικής ή επαγγελματικής πορείας ενός μαθητή. Ο Σχολικός Ψυχολόγος είναι υπεύθυνος για περισσότερα από ένα σχολεία της περιοχής του και συνήθως αναλαμβάνει πολύπλοκες προβληματικές περιπτώσεις μαθητών.

Ο
Aurin (1991), αποκαλεί το Σύμβουλο-Παιδαγωγό «δικηγόρο του μαθητή».
Πιστεύει ότι ο Σ-Π στο εκπαιδευτικό σύστημα έχει τον ρόλο του «διαμεσολαβητή», δηλαδή είναι αυτός που μεσολαβεί μεταξύ του μαθητή και του εκπαιδευτικού ή μεταξύ του μαθητή και των γονέων του, όταν ανακύπτουν προβληματικές καταστάσεις (σ.45). Και εδώ, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, έγκειται η παιδαγωγική και ψυχολογική σημασία της Σχολικής Συμβουλευτικής.

Με βάση τους στόχους της Σχολικής Συμβουλευτικής προσδιορίζεται και ο εργασιακός χώρος του Σ-Π. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο χώρο. Στην πολυσύνθετη εικόνα των δραστηριοτήτων του Σ-Π διακρίνονται τέσσερις τομείς εργασίας (βλ. Σχήμα 4), που προϋποθέτουν και απαιτούν από τον Σ-Π να κατέχει ένα μεγάλο δυναμικό δεξιοτήτων, γνώσεων και εμπειριών και να ασκεί συνεχώς ένα πολυσύνθετο έργο. 


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ.

[23]  Ο Schmitz (1991) τονίζει ότι το πώς κατανοείται ο όρος της Σχολικής Συμβουλευτικής μπορεί να διαφέρει από κρατίδιο σε κρατίδιο και με τις θεωρήσεις που ισχύουν στο καθένα κρατίδιο της Γερμανίας σχετικά με τη σχολική συμβουλευτική και τη συμβουλευτική της εκπαίδευσης
[24] σύμφωνα με τον Schmitz (1991) εκείνα τα χρόνια ο όρος «σχολική συμβουλευτική» αντικαθίστατο από τον όρο Συμβουλευτική εκπαίδευσης
[25] στο σύγραμμα που δημοσιεύτηκε το 1970 «Πρόγραμμα δόμησης για το εκπαιδευτικό σύστημα» χαρακτηρίστηκε η Συμβουλευτική ως δομικό στοιχείο του εκπαιδευτικού συστήματος (βλ. Höher, 1987, 33).
[26] το Υπουργείο Παιδείας με στόχο να διευρύνει το δίκτυο Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (Σ.Π.) στα επόμενα χρόνια προγραμμάτισε την λειτουργία ενός Εθνικού Κέντρου Επαγγελματικού Προσανατολισμού, 2. 70 νέων κέντρων (Σ.Π.) σ' όλους τους νομούς της Ελλάδας και 200 ειδικών γραφεία (Σ.Ε.Π.) σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας(Καλανζή, 1999).
[27] Υπάρχουν, βέβαια, διάφορες υπηρεσίες, κρατικές ή ιδιωτικές, στα πλαίσια των οποίων ασκείται συμβουλευτικό έργο το οποίο τυγχάνει να εφάπτεται του χώρου του σχολείου, όπως οι περιπτώσεις των δυσλεκτικών παιδιών.

[28] ο όρος εξατομικευμένη ψυχοπαιδαγωγική συμβουλευτική χρησιμοποιείται ως συνώνυμος με τους όρους εξατομικευμένη συμβουλευτική, βοήθεια σε μεμονωμένες προβληματικές περιπτώσεις.

[29]
Ο Klein (1997) στο σύγραμμά του «Η δόμηση της καινοτόμου συμβουλευτικής» διαπραγματεύεται τη θεματική αυτή και κάνει δημιουργικές προτάσεις.