Η Μακεδονία
στα πλαίσια της Βαλκανικής Πολιτικής
(1830-1986)
(οι φωτογραφίες επιλογή YaunaTakabara)
Η γεωγραφική έννοια του όρου «Μακεδονία»
κατά την Τουρκοκρατία
και η ανάλυση της εθνολογικής σύνθεσής της
1. Τα σύνορα της «μείζονος» Μακεδονίας, η οποία περιλαμβάνει σήμερα ελληνικά, σέρβικά και βουλγαρικά εδάφη, εκτείνονταν κατά την Τουρκοκρατία
προς Ν. από τα Χάσια, τα Καμβούνια, τον Όλυμπο και το Αιγαίο πέλαγος,
προς Β. επάνω από την Αχρίδα και την Πρέσπα και περιλάμβαναν το Κρούσοβο, τον Περλεπέ και τα Βελεσά
και ανατολικότερα τις περιοχές της Στρώμνιτσας και του Μελενίκου,
ενώ τα δυτικά της όρια ήταν η Πίνδος και τα ανατολικά ο Νέστος.
Η περιοχή των Σκοπίων δεν αποτελούσε τμήμα της Μακεδονίας, αλλά της Παλαιάς Σερβίας.
Ωστόσο, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το βιλαέτι Σκοπίων (Κόσόβου) υπάγεται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της τουρκικής κρατικής διοίκησης, στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.
Η Μακεδονία περιλάμβανε λοιπόν την εποχή αυτή τα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και του Κοσόβου.
Η γλωσσική σύνθεση των χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι) έθετε ασφαλώς τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη γένεση και την επέκταση των διαφόρων εθνικών ή άλλων, κυρίως προπαγανδιστικών, κινήσεων.
Γι αυτό και το πολιτικό καθεστώς του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας παρουσιάζει μια σημαντική διαφοροποίηση συγκριτικά μ’ εκείνο που επικρατεί την ίδια εποχή, κυρίως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, τόσο στις υπόδουλες ελληνικές επαρχίες όσο και στις άλλες μεγάλες διοικητικές περιφέρειες της οθωμανικής επικράτειας, στις οποίες διεφιούσαν συμπαγείς σλαβικοί πληθυσμοί.
Η ουσιαστική αυτή διαφοροποίηση του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας έγκειται βασικά στην ιδιάζουσα εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της, στην ύπαρξη αντίρροπων εθνικών κινήσεων και στις αλληλοσυγκρουόμενες εθνικές βλέψεις των βαλκανικών κρατών στο ζωτικό μακεδονικό χώρο.
Πως όμως μπορεί να ερμηνευθεί στη Μακεδονία κατά την εποχή αυτή, αν εξαιρέσουμε φυσικά τους ελληνόφωνους, η παρουσία σλαβόφωνων, βλαχόφωνων και αλβανόφωνων χριστιανικών πληθυσμών;
Η ύπαρξη των συμπαγών αυτών πληθυσμών είναι άμεσα συνυφασμένη με το πολυσυζητημένο πρόβλημα των επιδράσεων των ξενικών φυλών στις ελληνικές χώρες.
Ο Γερμανός ιστορικός Ph. Fallmerayer είχε καταλήξει σε σφαλερά συμπεράσματα τονίζοντας υπερβολικά τις επιδράσεις των σλαβικών εποικισμών και επιδρομών στα ελληνικά εδάφη, στη σύνθεση των ελληνικών πληθυσμών και γενικά στον πολιτισμό τους.
Σήμερα τα θετικά πορίσματα των ιστορικών ερευνών συμπεραίνουν ότι οι επιδρομές των αβαροσλαβικών φυλών εναντίον των ελληνικών χωρών αρχίζουν από τις αρχές κιόλας του 6ου αιώνα, αλλά η μόνιμη εγκατάστασή τους στις βόρειες χώρες της χερσονήσου του Αίμου πραγματοποιείται κατά τα τέλη του 6ου αιώνα και ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια του 7ου αιώνα, ύστερα από την ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582— 602) και την κάθοδο των Σλάβων προς Ν.
Η διείσδυσή τους αυτή στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο ακόμη πραγματοποιείται κυρίως με ειρηνικό τρόπο και με την εμφάνιση μεμονωμένων αγροτοποιμενικών ομάδων.
Ωστόσο είναι γεγονός ότι οι αλλεπάλληλες ήττες των Σλάβων των ελληνικών χωρών στα 688 επί Ιουστινιανού Β' (685—695, 705—711) και στα 783 επί Κωνσταντίνου ΣΤ' (780—797) συντέλεσαν πολύ στη γρήγορη αφομοίωση και στον εξελληνισμό τους παρά τις κατά τόπους επιμειξίες με ορισμένους ελληνικούς πληθυσμούς, ιδιαίτερα του βορειοελλαδικού χώρου.
Στις αρχές της τουρκοκρατίας είχαν ήδη αφομοιωθεί και τα τελευταία λείψανα των Σλάβων στη Νότια Ελλάδα.
Μικρά υπολείμματα έμειναν στη Δυτική Θεσσαλία και στην Ήπειρο.
Στη Βόρεια όμως Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μακεδονία και στη Θράκη η ειρηνική κάθοδος και ο εποικισμός των Σλάβων, κυρίως των Βουλγάρων, εξακολούθησε και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Ως τους βαλκανικούς ακόμη πολέμους (1912— 1913) κατέβαιναν στις χώρες αυτές εργάτες, κυρίως κτίστες και θεριστές, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά, εβραϊκά, αλλά και στα ελληνικά τσιφλίκια.
Πολλοί ελληνικοί πληθυσμοί
της βορειότερης γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας
έχασαν τη μητρική τους γλώσσα,
ύστερα από αλλεπάλληλες επιμειξίες ολόκληρων αιώνων,
και έγιναν σλαβόφωνοι.
Μολαταύτα τα πορίσματα της γλωσσικής επιστήμης αποδεικνύουν ότι η σλαβική δεν έχει ασκήσει σοβαρή επίδραση στη μορφολογία και στη σύνταξη της ελληνικής.
Ως προς το λεξιλόγιο οι επιδράσεις της περιορίζονται σ’ ένα δάνειο 273 λέξεων κατά τον G. Meyer, από τις οποίες ελάχιστες χρησιμοποιούνται στον καθημερινό λόγο.
Οι περισσότερες είναι συγκεκριμένα ουσιαστικά, που αναφέρονται στον αγροτικό και ποιμενικό βίο.
Από το άλλο μέρος διαπιστώνει κανείς στη σλαβική πολλά και σημαντικά γλωσσικά στοιχεία της ελληνικής.
Αλλά και η σλαβική διάλεκτος, η οποία καλλιεργήθηκε ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της βορειότερης γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας, στους σλαβόφωνους, ουσιαστικά υπήρξε κράμα ελληνικών, σλαβικών και τουρκικών λέξεων, οι οποίες, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είχαν ελληνικές ρίζες.
Ως προς το ζήτημα της καταγωγής γενικότερα των Βλάχων έχουν διατυπωθεί πολλές και διάφορες θεωρίες.
Απ’ αυτές άλλες υποστηρίζουν ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι Ρωμαίων αποίκων ή Ρωμαίων αναμειγμένων με Θράκες, άλλες εκλατινισμένων Δακών ή Θρακών ή μόνον ενός φύλου αυτών, των Βησσών, άλλες Ιλλυριών, άλλες τέλος εκλατινισμένων ντόπιων πληθυσμών, δηλαδή ελληνικών προκειμένου για την Ελλάδα, με τους οποίους είχαν αναμειχθεί Ρωμαίοι άποικοι, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί τόποι προς εγκατάσταση και καλλιέργεια.
Κωνσταντίνος Κούμας (1777—1836) |
Την τελευταία αυτή άποψη ακριβώς υποστήριξε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Έλληνας ιστορικός και λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας (1777—1836).
Θεωρείται γεγονός αναμφισβήτητο ότι η ηπειρωτική Ελλάδα (ιδίως το δυτικό τμήμα αυτής, το προσανατολισμένο προς την ιταλική χερσόνησο, απομονωμένο και καθυστερημένο πολιτιστικά) δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής όχι μόνο με τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση 700 περίπου ετών, αλλά και με την εγκατάσταση κατά τόπους Ρωμαίων αποίκων, όπως το μαρτυρούν οι πολυάριθμες λατινικές ή και ελληνικές επιγραφές με ρωμαϊκά ονόματα.
Η ελληνική όμως γλώσσα επιβάλλεται βαθμιαία στα μεγάλα κυρίως κέντρα και οι οικογένειες των Ρωμαίων αποίκων — και αυτών ακόμη των επισήμων — με την πάροδο του χρόνου εξελληνίζονται.
Οι επιμειξίες των Ρωμαίων αποίκων, ώσπου τελικά ν’ αφομοιωθούν, συντέλεσαν μαζί με τις πολιτιστικές επιδράσεις τους, ώστε όχι μόνο να διαδοθεί η λατινική γλώσσα, αλλά και να ενισχυθεί η συνείδηση του Ρωμαίου πολίτη και να χαραχθεί αργότερα στους λογίους των βυζαντινών χρόνων η ιδέα ότι κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους.
Το πληθυσμιακά συμπαγέστερο και οικονομικά ισχυρότερο βλαχόφωνο στοιχείο του μακεδονικού χώρου εντοπιζόταν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στη βορειοδυτική ζώνη του.
Επρόκειτο για τον ελληνοβλαχικό πληθυσμό της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, ο οποίος ζούσε σε μεγάλα και μικρότερα αστικά κέντρα, που είχαν αναπτύξει έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα, όπως
η Νεβέσκα,
η Κλεισούρα,
η Χρούπιστα,
το Μοναστήρι,
η Νιζόπολη,
το Μεγάροβο,
το Τύρνοβο,
η Μηλόβιστα,
το Γκόπεσι,
η Ρέσνα,
το Κρούσοβο,
η Αχρίδα,
η Στρούγγα,
ο Περλεπές,
το Γιαγκοβέτσι,
το Πόγραδετς,
η Άνω και Κάτω Μπεάλα,
η Κοριτσά
και πολύ βορειότερα τα Σκόπια.
Οι Ελληνόβλαχοι της Μακεδονίας μιλούσαν μια διάλεκτο, που περιείχε ανάμεικτες ελληνικές, ιταλικές, τουρκικές, βουλγαρικές και αλβανικές λέξεις.
Ας σημειωθεί ότι γι’ αυτούς η ρουμανική γλώσσα ήταν ακατανόητη και γλωσσολογικά δεν παρουσίαζε ομοιότητες με τη διάλεκτο που μιλούσαν.
Στην Καρατζόβα η βλαχική είχε δεχθεί περισσότερες επιδράσεις από τη βουλγαρική, ώστε ολόκληρα χωριά, όπως το Κορνιτσέλοβο, η Κρόβα και η Τσέρνα Ρέκα είχαν τελείως εκσλαβιστεί.
Οι Ελληνόβλαχοι γενικότερα του τουρκοκρατούμενου ελλαδικού χώρου μιλούσαν τη βλαχική διάλεκτο, αλλά διάβαζαν και έγραφαν στα ελληνικά.
Ως προς το χρόνο της παρουσίας και της εγκατάστασης Αλβανών εποίκων στις ελληνικές χώρες έχουν διατυπωθεί διάφορες γνώμες.
Οι πιθανότερες απ’ αυτές τοποθετούν την κάθοδό τους ως τον 14ο αιώνα.
Οπωσδήποτε πρέπει να παραδεχθούμε ότι νωρίς σχετικά, πριν από τον 12ο αιώνα, οι Αλβανοί είχαν αρχίσει να εισδύουν ειρηνικά στις βόρειες ελληνικές χώρες κατεβαίνοντας σποραδικά ή και ως άποικοι ύστερ' από επίσημες συμφωνίες.
Στα 1348, όταν λήγει η βυζαντινή κυριαρχία στη Θεσσαλία και αρχίζει η σερβοκρατία,
ο κράλης Στέφανος Ντουσάν (1331 —1355), ο οποίος κυριεύει μεγάλα τμήματα πρώτα της Μακεδονίας, έπειτα της Ηπείρου και Θεσσαλίας, διευκολύνει την κάθοδο σ’ αυτά των Αλβανών — και Αρβανιτοβλάχων βέβαια — προς Ν. χρησιμοποιώντας πολλούς απ’ αυτούς ως μισθοφόρους.
Εδώ είναι ανάγκη να τεθεί όχι μόνο το θέμα της ειρηνικής συμβίωσης και των επιμειξιών Αλβανών και Ελλήνων, αλλά και του εξαλβανισμού ορισμένων ελληνικών χωριών στις περιοχές, όπου είχαν εγκατασταθεί πυκνοί ορθόδοξοι αλβανικοί πληθυσμοί.
Οι αλβανόφωνοι κάτοικοι του βιλαετιού Μοναστηριού ζούσαν μεμονωμένα σε χωριά των καζάδων Ανασελίτσας, Καστοριάς, Φλώρινας και σε συμπαγείς μάζες στον καζά της Κοριτσάς.
2. Η εξακρίβωση της εθνικής ταυτότητας του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, αν εξαιρέσει κανείς το μουσουλμανικό στοιχείο, που απαρτιζόταν από τους παλιούς εποίκους Γιουρούκους και Κονιάρους, τους Κιρκασίους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1860, τους εξισλαμισμένους χριστιανούς και Εβραίους (Ντονμέδες) και τους
Αλβανούς μουσουλμάνους της Βορειοδυτικής κυρίας Μακεδονίας, υπήρξε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία εφόσον το κριτήριο της θρησκείας και της παιδείας δεν ήταν δυνατό, τουλάχιστο ως τα μέσα του 19ου αιώνα, να προσδιορίσει απόλυτα την εθνική σύνθεση των κατοίκων.
Ακόμη περισσότερο ανέφικτη θεωρείται η ασφαλής εξαγωγή ακριβών στατιστικών δεδομένων, που αφορούσαν την πληθυσμιακή κατάσταση και φυσικά την εθνολογική ταυτότητα του χριστιανικού στοιχείου της Μακεδονίας, φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται σ’ ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια κατά το 19ο αιώνα και οφείλεται γενικότερα στην έλλειψη αξιόπιστων δημογραφικών στοιχείων.
Η διάδοση του πανσλαβισμού στη Μακεδονία και η όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών μετά τα μέσα του 19ου αιώνα δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εμφάνιση πολυάριθμων στατιστικών συνταγμένων με γνώμονα βέβαια, πάντοτε τις πολιτικές εκτιμήσεις των Ευρωπαίων περιηγητών και τα αλληλοσυγκρουόμενα πολιτικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών και βαλκανικών κρατών.
Εθνολογικός Χάρτης Kiepert |
Το γεγονός μάλιστα ότι οι Ευρωπαίοι περιηγητές και χαρτογράφοι, όπως οι Boué, Lejan και Kiepert,
κατέτασσαν τους χριστιανούς
με βασικό κριτήριο τη γλώσσα
και όχι την εθνική συνείδησή τους,
που αποτελεί ασφαλώς πρωταρχικό στοιχείο για την εθνική ταυτότητα ενός λαού,
περιέπλεκε περισσότερο την κατάσταση και δημιουργούσε μεγαλύτερη σύγχυση.
Σε γενικές γραμμές βέβαια είναι δυνατό να διακρίνουμε τρεις γλωσσικές ζώνες ανάμεσα στους συμπαγείς χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Στη ζώνη αυτή κατοικούσαν σλαβόφωνοι πληθυσμοί, οι οποίοι από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ταυτίστηκαν ουσιαστικά με τη βουλγαρική εθνική κίνηση και προσχώρησαν στα 1870 και τυπικά στους κόλπους της Εξαρχίας.
Οι κάτοικοι αυτοί μιλούσαν ενα γλωσσικό ιδίωμα, που συγγένευε σημαντικά με τη βουλγαρική γλώσσα.
Η νότια ζώνη εκτεινόταν από τα θεσσαλικά σύνορα προς τα βόρεια της γραμμής Πίνδου - Καστοριάς και προς την κατεύθυνση βόρεια της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης ως τις Σέρρες και τη Δράμα.
Η ζώνη αυτή περιλάμβανε ελληνόφωνους κυρίως πληθυσμούς με καθαρά ελληνική συνείδηση. Ιδιόμορφη ωστόσο τόσο ως προς τη γλωσσική διαστρωμάτωση όσο και ως προς την εθνολογική σύσταση του χριστιανικού πληθυσμού παρέμενε η κατάσταση στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας.
Η ζώνη αυτή οριζόταν στα βόρεια από μια νοητή ευθεία, που κατευθυνόταν από τη λίμνη της Αχρίδας στο Κρούσοβο, στα νότια του Περλεπέ, στα βόρεια του Μοναστηριού ως το Νέστο και περιλάμβανε τις πόλεις Στρώμνιτσα, Πετρίτσι, Μελένικο και Νευροκόπι.
Στα νότια η μεσαία ζώνη άρχιζε από το Γράμμο, κάλυπτε το μισό της γεωγραφικής έκτασης του καζά της Καστοριάς, κατευθυνόταν έπειτα στα νότια της Φλώρινας και της Έδεσσας και στη συνέχεια στα βόρεια της Κοζάνης, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας.
Οι κάτοικοι της ζώνης αυτής υπήρξαν κυρίως σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι και στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, ακόμη και μετά το 1870, διατήρησαν την ελληνική συνείδησή τους, όπως προκύπτει από τους σκληρούς αγώνες τους για την κατοχή των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών. Στη ζώνη αυτή το σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα περιείχε βουλγαρικές, ελληνικές, βλαχικές και αλβανικές λέξεις.
Η γένεση του Μακεδονικού Ζητήματος (1830—1870)
1. Μέσα στα πλαίσια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 1830 για την εδαφική ολοκλήρωση του ελληνικού βασιλείου η ένταξη της Μακεδονίας παρουσίαζε μια σημαντική δυσχέρεια λόγω της απομακρυσμένης γεωγραφικής θέσης της, γιατί προϋπόθετε φυσιολογικά τουλάχιστο την πρωταρχική απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου ή και της Κρήτης ακόμη.
Γεγονός όμως είναι ότι η οδυνηρή εμπειρία της καταστολής της ελληνικής επανάστασης δεν άφηνε πια περιθώρια για μια μαζική εξέγερση του ελληνισμού του μακεδονικού χώρου στο εγγύς μέλλον.
Βέβαια η δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους είχε εμφυσήσει μεγάλο κουράγιο στους υπόδουλους Έλληνες Μακεδόνες και είχε πολλαπλασιάσει τις προσδοκίες τους για μελλοντική απελευθέρωση.
Αλλά η επίσημη ελληνική πολιτική φορτισμένη με αλλεπάλληλα προβλήματα προτεραιοτήτων, όπως το Κρητικό ζήτημα και το ηπειροθεσσαλικό, στάθηκε ανίκανη να επιβάλει μια σταθερή και ενιαία γραμμή στο μακεδονικό ζήτημα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Παρά την ύπαρξη των αντικειμενικών αυτών δυσχερειών για τη μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας, οι ενέργειες των ελληνικών κυβερνήσεων ως προς την τύχη της είχαν περισσότερο συγκυριακό χαρακτήρα και κατευθύνονταν πάντοτε από τα ευρωπαϊκά πολιτικά γεγονότα και άλλους εξωτερικούς παράγοντες.
Η στάση τους αυτή οφειλόταν αναμφισβήτητα στη συνεχιζόμενη οικονομική και πολιτική αστάθεια του ελληνικού βασιλείου, στην πολιτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο βαλκανικό χώρο και στον άκρατο ενθουσιασμό των βαλκανικών λαών.
Ο πολυμέτωπος αγώνας του αδύναμου ελληνικού κράτους για την προσάρτηση των πλησιέστερων υπόδουλων ελληνικών επαρχιών δεν άφηνε πια καμιά αμφιβολία ότι θα διεξαγόταν αφενός, είτε με ευέλικτες διπλωματικές ενέργειες, εκμεταλλευόμενες τις διεθνείς πολιτικές συγκυρίες, είτε με την καλλιέργεια τοπικών επαναστατικών κινημάτων και αφετέρου, ως προς τη Μακεδονία, προϋπόθετε αρχικά τουλάχιστο την εξασφάλιση αγαθών διπλωματικών σχέσεων με την Τουρκία εφόσον οι διεθνείς συνθήκες και τα υλικά μέσα δεν επέτρεπαν την πραγματοποίηση των σχεδίων του Όθωνα για τη βίαιη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας με σύγχρονη γενική εξέγερση όλων των υποδούλων.
Σημαντική επίδραση συνεχίζει ν' ασκεί στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, ακόμη και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), ο ρωσικός παράγοντας, ο οποίος αποτελεί τον κοινό παρονομαστή και την κοινή αφετηρία για την εκπλήρωση των πόθων του χριστιανικού στοιχείου για ελευθερία και για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Ωστόσο πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι δεν ήταν μόνο η ομοδοξία, η οποία συνέβαλε στην ιδεολογική προσέγγιση των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας προς τη Ρωσία, αλλά κυρίως η εσωτερική ανάγκη που ένιωθαν, για να εκδηλώνουν διαρκώς τα αντιτουρκικά τους αισθήματα στηριζόμενοι στην πίστη τους για την εφαρμογή της ανατολικής πολιτικής, την οποία μόνο ο ρωσικός παράγοντας επιδίωκε να πραγματοποιήσει.
Οφείλουμε επίσης να λάβουμε υπόψη ότι πολυάριθμοι Ρώσοι πράκτορες είχαν δραστηριοποιηθεί κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς, κυρίως της Βόρειας Μακεδονίας, στους οποίους υπόσχονταν την επικείμενη απελευθέρωσή τους.
Επόμενο ήταν λοιπόν η εξασθένηση της πολιτικής επιρροής της Ρωσίας στα ευρωπαϊκά
πράγματα μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) να συντελέσει και στον κλονισμό των φιλορωσικών αισθημάτων του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Αντίθετα μετά το 1856 εντείνονται οι επεμβάσεις των Άγγλων και των Γάλλων κυρίως διπλωματικών εκπροσώπων της Μακεδονίας — άλλωστε οι δυνάμεις, τις οποίες εκπροσωπούσαν, ιδιαίτερα η Αγγλία, ήταν εκείνη, που πίεζε βασικά για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και πέτυχε τελικά να θεσπιστούν από την Πύλη — στους διοικητικούς μηχανισμούς των πασαλικιών του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης για την επιβολή των μεταρρυθμίσεων.
Παράλληλα εδραιώνεται την εποχή αυτή η γαλλική επιρροή με την ίδρυση καθολικής ιεραποστολής στο Μοναστήρι.
Στο μέλλον η ρωσική πολιτική θέτει τρεις νέους πολιτικούς στόχους στο πλέγμα των διπλωματικών της διεκδικήσεων, που συνοψίζονται στην επιτυχή αντιμετώπιση του κοινού αγγλογαλλικού μετώπου, στην αποκατάσταση της κυριαρχίας της στη Μαύρη θάλασσα και στην προσπάθεια για την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απελευθέρωση των χριστιανικών (σλαβικών) πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της ανατολικής πολιτικής της. Ωστόσο πρέπει να μνημονευθεί εδώ το γεγονός ότι η απονομή ισοπολιτείας και ισονομίας στις εθνικές μειονότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας σύμφωνα με το Χάττι - Χουμαγιούν, που εκδόθηκε μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1856), έδωσε ουσιαστικά το έναυσμα για την εμφάνιση του βουλγαρικού εκκλησιαστικού ζητήματος και συνέβαλε άμεσα στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των εξαρχικών της Μακεδονίας.
2. Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της εφαρμογής του τρίτου κύριου πολιτικού στόχου της Ρωσίας μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο εντάσσεται η ευρεία διάδοση του πανσλαβισμού γενικότερα στο βαλκανικό και ειδικότερα στο μακεδονικό χώρο με την αποστολή ειδικών πολιτικών πρακτόρων για τον προσηλυτισμό των ντόπιων σλαβόφωνων πληθυσμών, με την ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την παρουσία των Σλάβων στη Βαλκανική
και τη δημοσίευση αλλεπάλληλων εθνολογικών χαρτών,
που υποδείκνυαν την κυριαρχία των σλαβικών πληθυσμών,
με την ίδρυση των βουλγαρικών σχολείων
και κυρίως με τις ακαταπόνητες προσπάθειες
για την ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας,
γεγονός το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει το πρώτο βήμα για τη δημιουργία ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στράφηκε την εποχή αυτή η προσοχή Σλάβων και Ευρωπαίων ερευνητών στη μελέτη της εθνολογικής σύνθεσης της βαλκανικής χερσονήσου και στην εκπόνηση εθνογραφικών χαρτών.
Εθνολογικός Χάρτης Safarik |
Εθνολογικός Χάρτης Boué |
Εθνολογικός Χάρτης Lejan |
Η οδυνηρή όμως έκβαση του Κριμαϊκού πολέμου για τα ελληνικά πράγματα έπεισε την επίσημη ελληνική πολιτική ν’ αναθεωρήσει τα σχέδιά της σχετικά με την ενοποίηση των υπόδουλων επαρχιών, να μεταβάλει ριζικά τη στάση της, να αναζητήσει νέες συμμαχίες στον ευρωπαϊκό χώρο και αρχικά να προσεγγίσει τη γειτονική Σερβία, η οποία έδειχνε να ενδιαφέρεται ζωηρά για την τύχη της βορειότερης ζώνης της Μακεδονίας.
Είναι αλήθεια ότι ο Σέρβος πρωθυπουργός Ηλ. Γκαράσανιν ενθάρρυνε τη δημιουργία εξεγέρσεων στις υπόδουλες επαρχίες της Σερβίας, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονταν και η Βόρεια Μακεδονία.
Αλλά και οι Βούλγαροι εθνικιστές, που ζούσαν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, είχαν περιλάβει στο πρόγραμμα των εθνικών διεκδικήσεών τους (για την ίδρυση βουλγαρικού κράτους) τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Η πρώτη ελληνοσερβική μυστική προσέγγιση του 1861, αν και δεν περιβλήθηκε με το κύρος επίσημης συμμαχίας, πρόβλεψε ότι σε περίπτωση κάποιας νίκης των βαλκανικών δυνάμεων και προσάρτησης στη Σερβία της Βόρειας Αλβανίας, της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, η Σερβία δεν θα εναντιωνόταν στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας από την Ελλάδα.
Το 1867 όμως, καθώς είχε ήδη αρχίσει η σέρβική πλευρά να μελετά σε συνεργασία με τη βουλγαρική την πιθανότητα ίδρυσης σερβοβουλγαρικού κράτους ή γιουγκοσλαβικής αυτοκρατορίας, ενώ εμφανιζόταν παράλληλα σημαντική μεταβολή στην πολιτική κατάσταση της Μακεδονίας με την εδραίωση του βουλγαρικού παράγοντα και την έναρξη σκληρών εθνικών ανταγωνισμών, η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη τον άμεσο κίνδυνο να οδηγηθεί σε ένοπλη ρήξη με την Τουρκία εξαιτίας της Κρητικής κρίσης, προχώρησε στη σύναψη επίσημης συμμαχίας με τη Σερβία, η οποία, αν και δεν ολοκληρώθηκε, δεν συμπεριέλαβε τελικά τη Μακεδονία παρά τη σέρβική αναγνώριση ότι η Μακεδονία κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς.
Στη Μακεδονία η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου δημιούργησε μια νέα κατάσταση τόσο για το καθεστώς του ντόπιου ελληνισμού όσο και γενικότερα για τη διπλωματική στάση του ελληνικού κράτους, κυρίως μετά την Κρητική εξέγερση (1866—1869) και την ίδρυση της Εξαρχίας (1870).
Η νέα πορεία της επίσημης εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους εγκαινιάστηκε την εποχή αυτή με την αναγκαστική εξασφάλιση και διατήρηση αγαθών σχέσεων με την Τουρκία ως απαραίτητο αντίβαρο στις αλλΐπάλληλες ελληνικές αποτυχίες στον στρατιωτικό κυρίως τομέα, αλλά ακόμη και σαν αντιστάθμισμα στην ολοένα εντεινό- μενη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία.
Βίκτωρ Γριγκορόβιτς, Ви́ктор Григоро́вич (1815—1876) |
Δημήτριος Μιλαδίνωφ Димитър Миладинов(1810-1862) |
Η παρουσία του Ρώσου σλαβολόγου Βίκτωρα Grigorovich, καθηγητή του πανεπιστημίου του Καζάν, στη Μακεδονία, στα 1854, σήμανε ουσιαστικά την απαρχή της δημιουργίας βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στο μακεδονικό χώρο με πρωτεργάτες τους αδελφούς Δημήτριο και Κωνσταντίνο Μιλαδίνωφ.
Στοχεύοντας στην ανακάλυψη σλαβικών χειρογράφων και άλλων σλαβικών μνημείων του βουλγαρικού πολιτισμού, ο Grigorovich προσπάθησε κατά την περιοδεία του στη Μακεδονία να εμφυσήσει στους χριστιανικούς πληθυσμούς της βορειοδυτικής κυρίως ζώνης τη βουλγαρική εθνική συνείδηση.
Αποφασιστικό ρόλο στην καλλιέργεια βουλγαρικής συνείδησης ανάμεσα στις συμπαγείς σλαβόφωνες μάζες του βόρειου μακεδονικού χώρου είχαν κυρίως τα κηρύγματα του πανσλαβισμού, δια μέσου των αλλεπάλληλων απεσταλμένων του, αλλά ακόμη και του ίδιου του Grigorovich, που επικεντρώνονταν σε διάφορες επαγγελίες για επικείμενη απελευθέρωση και ένωση όλων των σλαβικών λαών με τη ρωσική συμπαράσταση.
Από τις αρχές ήδη της δεκετίας του 1850—1860 οι αδελφοί Μιλαδίνωφ άρχισαν με ιδιαίτερο ζήλο να διαδίδουν τη βουλγαρική γραφή ανάμεσα στους σλαβόφωνους πληθυσμούς και να καταβάλουν ανάλογες προσπάθειες για την εισαγωγή της διδασκαλίας της βουλγαρικής γλώσσας στα Βελεσά, στην Αχρίδα, στο Μοναστήρι, στην Έδεσσα και στο Κιλκίς, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των ντόπιων του πατριαρχείου.
Η ταχεία μεταστροφή των αδελφών Μιλαδίνωφ σε φανατικούς οπαδούς του πανσλαβισμού στη Μακεδονία και η ακαταπόνητη δραστηριότητά τους στους τομείς της διάδοσης της βουλγαρικής γλώσσας, της ίδρυσης βουλγαρικών σχολείων και της δημιουργίας ανεξάρτητης βουλγαρικής εκκλησίας, αποτέλεσαν τους αποφασιστικότερους παράγοντες για την εδραίωση της βουλγαρικής κίνησης στο βόρειο μακεδονικό χώρο, ιδιαίτερα στις περιοχές Σκοπίων, Αχρίδας και Βελεσών, και σήμαιναν ουσιαστικά την έναρξη της σκληρής φάσης των εθνικών ανταγωνισμών.
Οι ευάριθμες για την εποχή εκείνη ελληνοβλαχικές και σλαβόφωνες ελληνικές κοινότητες των Βελεσών, των Σκοπίων, της Αχρίδας αλλά και του Περλεπέ ακόμη, άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν μετά το 1860 σοβαρότατα προβλήματα από την ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση της βουλγαρικής κίνησης.
Κατά τη διάρκεια της Κρητικής εξέγερσης (1866—1869) ενεργοποιήθηκε ιδιαίτερα το εξαρχικό στοιχείο της Μακεδονίας επωφελούμενο από την ανθελληνική στάση των κατά τόπους τουρκικών αρχών και μετά την καταστολή της, κατά την περίοδο των σκληρών διωγμών των Ελλήνων της Μακεδονίας, παρατηρήθηκε ομαδική απόσχιση των εξαρχικών από το πατριαρχείο.
Πραγματικά κατά την τετραετία 1866—1870 σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδος της βουλγαρικής διείσδυσης στη βορειότερη ζώνη του μακεδονικού χώρου, αλλά και νοτιότερα ακόμη, κυρίως στις επαρχίες Πολυανής, Μελενίκου και στη γεωγραφική περιφέρεια της Στρώμνιτσας.
Στις νοτιότερες όμως περιοχές της κεντρικής ζώνης Βοδενών, Καστοριάς και Καϊλαρίων οι
βουλγαρικοί στόχοι είχαν αποτύχει εντελώς.