14 Δεκεμβρίου 2011

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΔΡΑΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥΣ ΠΡΟΣΟΤΣΑΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΣΑΣ

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΡΑΜΑΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΠΑΝΑΓΙΑΣ ) ΠΕΤΡΟΥΣΑΣ

Ἀξιότιμε κ. Μάττα,
 
Μέ ἰδιαίτερη τιμή ἐπικοινωνῶ μαζί σας εὐχόμενος ὑγεία καί κάθε παρά τοῦ Κυρίου προσωπική καί οἰκογενειακή εὐλογία, ἐπικαλούμενος γιά σᾶς τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ὑπηρετεῖτε ὑπεύθυνα καί κατά τόν καλύτερο δυνατό τρόπο τά κοινά τοῦ Δήμου Προσοτσάνης ἀπό τήν ἐξόχως τιμητική θέση τοῦ Δημοτικοῦ Συμβούλου, πού σᾶς ἐμπιστεύθηκαν οἱ πολίτες μέ τήν ψῆφο τους καί μάλιστα τή δύσκολη αὐτή περίοδο πού διανύουμε κατά τήν ὁποία ἡ Πατρίδα μας σκληρά δοκιμάζεται.

Ἀφορμή γιά τήν ἐπικοινωνία μας αὐτή παίρνω ἀπό τό ζήτημα πού προέκυψε σχετικά μέ τόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας στήν Πετροῦσα, ἀφοῦ, ἀργά ἤ γρήγορα θά κληθεῖτε νά λάβετε ὑπεύθυνη θέση.

Γιά νά ἔχετε ὁλοκληρωμένη ἄποψη, θά πρέπει νά γνωρίζετε τή θέση τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θεωρεῖ τό ζήτημα αὐτό πολύ σοβαρό γιά πολλούς λόγους οἱ ὁποῖοι θά ἀναφερθοῦν διεξοδικά. Ποιός ὅμως εἶναι ὁ χῶρος αὐτός γιά τόν ὁποῖο δύο θεσμοί, ἡ Ἱερά Μητρόπολη Δράμας καί ὁ Δῆμος Προσοτσάνης, ἔχουν διαφορετική ἄποψη ;

Α΄ Ἱστορικό Ἱεροῦ Ναοῦ

 Πρόκειται γιά τρίκλιτη βασιλική, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Δράμας – Σμύρνης πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωακείμ τόν Γ΄, μέ ἡμερομηνία 7 Μαΐου 1907, ἀνηγέρθη κατά τό διάστημα πού ἀρχιεράτευε ὁ Μητροπολίτης Δράμας Ἀθανάσιος Καΐρης, καταγόμενος ἀπό τή φημισμένη οἰκογένεια τῶν Καΐρηδων τῆς Ἄνδρου.

Ἡ ἀνέγερση ἔγινε μέ συνδρομές τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν τῆς τότε Πλεύνας, σημερινῆς Πετρούσας.
Ὁ Ἀθανάσιος Γ΄ Καΐρης ἐποίμανε τήν Ἱερά Μητρόπολη Δράμας ἀπό τό 1842 ἕως τό 1852.

Σύμφωνα μέ τά παραπάνω ὁ ἱερός ναός τῆς Παναγίας πρέπει νά χτίστηκε κατά τό διάστημα τῆς ἀρχιερατείας του.
Ὅμως ἡ ἀνέγερση ἑνός ἱεροῦ ναοῦ στά χρόνια ἐκεῖνα δέν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση, γιά τούς ἑξῆς λόγους:
α) Ἀπαιτεῖτο σχετική ἄδεια ἀνέγερσης ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη, πού δέν ἐχορηγεῖτο εὔκολα.
β) Τήν δαπάνη τῆς ἀνέγερσης καί λειτουργίας τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἀναλάμβαναν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί μέ συνδρομές τους, οἱ ὁποῖες δέν ἐξασφαλίζονταν εὔκολα.
γ) Δέν ἦταν φυσικό ἕνας Μητροπολίτης νά προβεῖ στήν ἀνέγερση ἱεροῦ ναοῦ ἀμέσως μετά τήν ἔλευσή του στή Μητρόπολη ἀλλά, καί ἄν ἀκόμα τό ἐπιχειροῦσε, ὁ χρόνος ἀποπεράτωσής του δέν θά ἦταν μικρότερος ἀπό δύο χρόνια.

Ἄρα ἡ ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ ναοῦ πρέπει νά συντελέστηκε στό διάστημα 1843 – 1851.

Στή νότια ὄψη τοῦ ναοῦ, ἐπάνω ἀκριβῶς ἀπό τήν εἴσοδό του διασώθηκε τμῆμα κεραμικῆς ἐπιγραφῆς στήν ὁποία διαφαίνονται μόνον οἱ δύο πρῶτοι ἀριθμοί τοῦ ἔτους ἀνέγερσης τοῦ ναοῦ (18....), γεγονός τό ὁποῖο δυστυχῶς δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά προσδιορίσουμε μέ ἀκρίβεια τό ἔτος ἀνέγερσής του.

Ὁ ἱερός ναός τῆς Παναγίας λειτούργησε σχεδόν ἀπρόσκοπτα μέχρι τό 1880, ἐπί ἀρχιερατείας Γερμανοῦ τοῦ Γ΄ (1879-1896).
Ἤδη εἶχε ἱδρυθεῖ ἡ Βουλγαρική Ἐξαρχία (28-2-1870), μέ τίς εὐλογίες τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καί τήν ἀφανῆ συνέργεια τῆς Ρωσίας.
Ἡ Ὑψηλή Πύλη ἤθελε νά ἐφαρμόσει τό δόγμα «διαίρει (τούς Ὀρθοδόξους) καί βασίλευε», ἐνῶ ἡ ὁμόδοξη Ρωσία ἀγωνιζόταν γιά τήν καθιέρωση τοῦ Πανσλαβισμοῦ στά Βαλκάνια καί τήν ἔξοδό της διά τοῦ Αἰγαίου στή Μεσόγειο, μετά τήν ἀνεπιτυχῆ προσπάθεια τῆς ἀσφαλοῦς διέλευσής της ἀπό τά Στενά τοῦ Ἑλλησπόντου.

Στό 10ο ἄρθρο τοῦ φιρμανίου ἵδρυσης τῆς Ἐξαρχίας προβλεπόταν ὅτι : «ἐάν οἱ κάτοικοι οἱωνδήποτε ἄλλων χριστιανικῶν περιοχῶν .... ἐπιχειρήσουν εἰς τό σύνολόν των ἤ τουλάχιστον κατά τά δύο τρίτα τοῦ συνόλου των νά ὑπαχθοῦν ὑπό τήν δικαιοδοσίαν τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας καί αἱ ἐν συνεχείᾳ διενεργηθησόμεναι ἔρευναι ἀποδείξουν τοῦτο ὡς ἀληθές, τότε ἡ ἐπιθυμία των αὐτή θά ἱκανοποιηθῇ». Τό ἄρθρο αὐτό ὑπῆρξε ἡ «ἀχίλλειος πτέρνα» τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ Βουλγαρικοῦ κομιτάτου καί γι’ αὐτό κινοῦσαν «γῆν καί οὐρανόν» στήν καταπίεση τῶν σλαβοφώνων Ἑλλήνων κατοίκων τῆς Μακεδονίας, ὥστε νά δηλώσουν ὅτι εἶναι Ἐξαρχικοί, γεγονός πού ὁδηγοῦσε στή διαμάχη ὀρθοδόξων καί σχισματικῶν, διαμάχη πού ὑπῆρξε καί ἡ κύρια αἰτία τῆς διεξαγωγῆς τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα.

Ἔτσι, ὀργανωμένα καί ἐξοπλισμένα Βουλγαρικά τμήματα ἀτάκτων ἄρχισαν νά εἰσβάλουν στό ἔδαφος τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας. Μέ τήν ἀνοχή τῶν Τούρκων ἄρχισαν νά καταλαμβάνουν ναούς καί σχολεῖα τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχικῶν.

Καί στούς μέν ναούς ἐπέβαλλαν νά τελεῖται ἡ θεία λειτουργία ἀπό βούλγαρους ἱερεῖς, ἐνῶ στά σχολεῖα νά διδάσκουν βούλγαροι δάσκαλοι τή βουλγαρική γλώσσα μέ ἀποκλειστικό σκοπό τόν ἐκβουλγαρισμό τῆς περιοχῆς.

Συνέπεια αὐτῆς τῆς κατάστασης ἦταν νά καταλάβουν τόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας μέ τήν ἀνοχή τῆς Ὑψηλῆς Πύλης.
Ἡ βίαιη κατάληψη τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἔγινε τό 1880, παρά τίς διαμαρτυρίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας.
Οἱ ἐναπομείναντες πιστοί στό Πατριαρχεῖο πολύ ἀργότερα ἀνήγειραν τό ναό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ μέχρι σήμερα. (Τό αὐτοκρατορικό φιρμάνι γιά τήν ἀνέγερσή του ἐκδόθηκε τό 1905).
Ἡ κατάσταση αὐτή συνεχίστηκε μέχρι τήν ἔναρξη τῶν Βαλκανικῶν πολέμων (1912 – 1913).
Οἱ συμμαχικές δυνάμεις ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῶν Τούρκων.
Στήν περιοχή τῆς Δράμας οἱ Βούλγαροι ἔστειλαν τήν 7η Μεραρχία, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν ὁ στρατηγός Κοβάτσεφ.
Τήν κατάσταση ἐπωφελήθηκαν οἱ ἄριστα ὀργανωμένοι καί ἐξοπλισμένοι κομιτατζῆδες, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν στόν Τουρκικό στρατό μέ σκοπό νά βοηθήσουν τά προελαύνοντα Βουλγαρικά στρατεύματα.
Ἔτσι, ὁμάδα κομιτατζήδων μέ ἀρχηγό τόν ἀρχικομιτατζῆ Πανίτσα, ὀχυρώθηκαν στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας στήν Πετροῦσα, ἀπ’ ὅπου πλαγιοκοποῦσαν τά διερχόμενα Τουρκικά στρατεύματα.
Αὐτά χωρίς χρονοτριβή στρέφουν τά πυροβόλα τους ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Ἀποτέλεσμα ἦταν οἱ μέν κομιτατζῆδες νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν ἱερό ναό, γιά νά σωθοῦν, ὁ δέ ἱερός ναός νά καταστραφεῖ ἀπό τήν πυρκαγιά ἡ ὁποία ἀκολούθησε.
Ἔκτοτε παρέμεινε σέ ἐρειπιώδη κατάσταση, μέχρι τήν πρόσφατη ἀναστήλωσή του.
Ἀπό τά παραπάνω καταδεικνύεται ἡ περιπετειώδης ἱστορική διαδρομή τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος, ἔστω καί μετά τήν παρέλευση αἰῶνος καί πλέον, σύμφωνα μέ τούς ἱερούς κανόνες ἐπιβάλλεται νά ἐπανεύρει τήν κανονική γιά τίς λατρευτικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν χρήση του, ὥστε νά ἐκλείψουν οἱ σκόπιμα καλλιεργούμενες δυσμενεῖς φῆμες γιά τήν ταυτότητά του.

Β΄ Περίοδος σιγῆς, ἀδιαφορίας καί ἀφανῶν διεργασιῶν
(1913 - 1967 – 2006)

Ὡς μή ὄφειλε, κανένας φορέας ἐκκλησιαστικός ἤ κρατικός δέν προέβη σέ κάποια ἐνδεδειγμένη κίνηση γιά τήν ἱστορική καί κτηριακή ἀποκατάσταση τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Παναγίας.

Ἀπό πολλούς, λόγῳ τῶν γνωστῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν πού ἐπικράτησαν στή Μακεδονία μας μέ τήν ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1870 – 1945) καί τήν ἁρπαγή τοῦ ναοῦ, χαρακτηρίστηκε ἄδικα καί ἀνιστόρητα «Βουλγαρική Ἐκκλησία» !!!! 

ὀλέθριος αὐτός χαρακτηρισμός ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅσους μετέβαιναν εὐλαβικά στά ἐρείπια τοῦ ναοῦ γιά προσευχή καί γιά ν’ ἀνάψουν ἕνα κερί ὅπως ὁ λαός μας λέει.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ βδελυγμία ἀπορρίπτει τόν Ἐθνοφυλετισμό, τόν ὁποῖο Συνοδικά καταδίκασε στή Μεγάλη Σύνοδο πού συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1872.
Ὁ ἱερός ναός τῆς Παναγίας εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανικός μέ ἀποκλειστικό σκοπό τήν λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Οἱ νωπές μνῆμες ἀπό τά ἐγκλήματα πού διαπράχθηκαν κατά τίς ἀλλεπάλληλες Βουλγαρικές κατοχές στό μαρτυρικό νομό μας, ἔθεσαν πάνω στό ναό τήν βαρειά ταφόπλακα τῆς ἀδιαφορίας γιά τήν ἀποκατάστασή του.
Μάλιστα κατά τό ἔτος 1953 ἤ 1954 κατεδαφίσθηκε καί τό διασωθέν μέχρι τότε κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ.
Τό 1967, κατά τόν καταρτισμό τοῦ πίνακα ὁριστικῆς διανομῆς τῆς Πετρούσας (πού ἀναθεωρήθηκε κατά τά ἔτη 1968 – 1972), καί κατά τήν καταγραφή τῶν περιουσιῶν, οἱ ὑπεύθυνοι χαρακτήρισαν σωστά τό ναό ὡς Ἐκκλησία, τοῦ πρόσθεσαν ὅμως αὐθαίρετα τόν χαρακτηρισμό «κοινόχρηστη ἔκταση». 

Τό αὐτό ἔπραξαν καί γιά τόν ἱερό ναό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου καί γιά ὅλα τά ἐξωκκλήσια τῆς Πετρούσας.

Ποιός, ὅμως εἶχε τό δικαίωμα νά χαρακτηρίσει τόν χῶρο «κοινόχρηστο» δηλαδή διαθέσιμο γιά χρήση ἀπό ὁποιονδήποτε ἀφοῦ ὁ συγκεκριμένος χῶρος περίπου ἀπό τό 1843 ἀνήκει στήν ὀρθόδοξη ἐνορία τῆς Πετρούσας καί κατ’ ἐπέκτασιν στήν Ἱερά Μητρόπολη Δράμας;
Ποιά ἠθική ἐπέτρεψε στούς χαρτογραφήσαντες αὐτήν τήν αὐθαίρετη διάγνωση καί διατύπωση; Ὅλα αὐτά, καθώς καί τό γενικότερο κλίμα πού ἐπικρατοῦσε γύρω ἀπό τήν ἱστορία τοῦ ναοῦ, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀδράνεια τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας γύρω ἀπό τό ζήτημα τῆς διάσωσης καί ἀποκατάστασής του.
Ἐπιπλέον δέν πρέπει νά παραθεωρεῖται καί ἡ δύσκολη περίοδος 1940 – 1950, κατά τήν ὁποία νέες πληγές προστέθηκαν στίς παλιές.
Βέβαια καί τό ἐνδιαφέρον ἀπό μέρους τῶν ἁρμοδίων φορέων τοῦ κράτους γιά τό θέμα αὐτό ἦταν ἀνύπαρκτο, μέχρι τῆς ἐκδηλώσεως τῶν σημερινῶν ἁρπακτικῶν διαθέσεων ἀπό πλευρᾶς τοῦ Δήμου.

Γ΄ Νεότερες ἐξελίξεις (2005 - 2011)

Στίς 19 Νοεμβρίου 2005 ἐνθρονίσθηκα στόν Ἱερό Μητροπολιτικό ναό Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Δράμας καί ἀνέλαβα τήν εὐθύνη τῆς διαποιμάνσεως τῆς μαρτυρικῆς μας ἐπαρχίας, ἔχοντας βαθύτατη συναίσθηση τῶν ποιμαντικῶν μου εὐθυνῶν καί ὑποχρεώσεων ἀλλά καί τῆς βαρύτατης πνευματικῆς κληρονομιᾶς πού μοῦ κληροδότησαν οἱ μακαριστοί προκάτοχοί μου Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εὔορκα, ὑπεύθυνα καί καρποφόρα διακόνησαν τήν Ἐκκλησία τῆς Δράμας.

Τούς ἑπόμενους μῆνες μέ ἐπισκέφθηκε ὁ Δήμαρχος Προσοτσάνης ἀείμνηστος κ. Γεώργιος Μακρῆς. Μοῦ εἶπε γιά τόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας τά ἑξῆς:

«Σεβασμιώτατε, γνωρίζω ὅτι δέν μπορεῖ ἡ Τοπική μας Ἐκκλησία νά ἀναλάβει τήν ἀποκατάσταση τοῦ ναοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νά συμβάλω στήν ἀποκατάστασή του. Μπορῶ νά τό κάνω μέσῳ Εὐρωπαϊκοῦ προγράμματος. Γιά νά περάσει ὅμως τό ἔργο, πρέπει νά φαίνεται ὅτι θά γίνει αἴθουσα πολλαπλῶν χρήσεων. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νά χρηματοδοτηθεῖ. Θά χρειασθῶ ἕνα συναινετικό ἔγγραφο δικό σας. Μετά τήν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν τοῦ ναοῦ, θά τόν παραδώσω στήν Μητρόπολη». 

Νέος Μητροπολίτης ἐγώ ἀντιμετώπισα καλόπιστα τόν κ. Δήμαρχο καί μάλιστα μέ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης γιά τή διάθεσή του νά βοηθήσει τήν Τοπική μας Ἐκκλησία.

Γιά τά ὅσα καταθέτω γιά τήν μεταξύ ἐμοῦ καί τοῦ κ. Δημάρχου συνομιλία δέν δέχομαι καμμία ἀμφισβήτηση θεωρώντας ὅτι προσβάλλει καίρια την Ἀρχιερατική μου ὑπόληψη.
Ἔστειλα, λοιπόν, στόν κ. Δήμαρχο τήν ἔγγραφη συγκατάθεσή μου, πιστεύοντας στήν εἰλικρίνειά του.
Ἐκ τῶν ὑστέρων, τό 2011 διαπίστωσα ὅτι τό 2004 ὁ κ. Δήμαρχος εἶχε προβεῖ, ἐρήμην τοῦ προκατόχου μου μακαριστοῦ Μητροπολίτου Δράμας κυροῦ Διονυσίου, στήν ἐγγραφή τοῦ ναοῦ στό ὑποθηκοφυλακεῖο Δράμας ὡς ἁπλοῦ οἰκοπέδου καί ὡς περιουσιακοῦ στοιχείου τοῦ Δήμου Προσοτσάνης.

Κατά τήν γνώμη μας, τό γεγονός αὐτό χρειάζεται ἔρευνα διότι ἀποκρύφθηκαν στοιχεῖα, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ μεταγραφή. Ἄρα λοιπόν πρός τί ζητήθηκε ἡ συγκατάθεσή μου; Ἀναγνωρίζει ὁ Δῆμος συνδικαιοῦχο τήν Μητρόπολη Δράμας;
Πρός τί ὁ ἐμπαιγμός; 

Σᾶς ἐρωτῶ, ἦταν ὀρθός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο περιῆλθε στήν κυριότητα τοῦ Δήμου ὁ ἱερός ναός; Ἐάν ἐπρόκειτο γιά ἄλλο κτίσμα, δέν θά ἐνοχλοῦσε τόσο. Ἐδῶ, ὅμως, ὑπάρχει ναός πού καθαγιάσθηκε, καί οἱ ἱεροί κανόνες καί οἱ νόμοι τοῦ κράτους ἀπαγορεύουν ρητά τήν ἀλλαγή χρήσεώς του, πέραν τῶν ἄλλων ἱστορικῶν καί ἠθικῶν προεκτάσεων τοῦ θέματος.

Δ΄ Ἡ στάση τοῦ κ. Δημάρχου

Ἀσφαλῶς ὁ σημερινός Δήμαρχος κ. Ἄγγελος Λύσσελης δέν εὐθύνεται γιά τίς κατά τό παρελθόν γενόμενες ἐνέργειες. Καλεῖται ὅμως σήμερα, ὡς ὑπεύθυνος ἄρχων τῆς περιοχῆς, νά διαχειρισθεῖ τό πρόβλημα.
Ἡ τοποθέτησή του στό δίκαιο αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀρνητική. Αὐτό μᾶς θλίβει βεβαίως, χωρίς νά μᾶς ἀποθαρρύνει ὅμως ἀπό τόν ἀγώνα μας.
Μᾶς λυπεῖ ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ «σεβασμός» καί ἡ «ἀγάπη» γιά τήν Τοπική μας Ἐκκλησία εἶναι μόνο «κενοί» λόγοι. 
Στήν πράξη βλέπουμε νά ἐπικρατεῖ ἡ καταπάτηση τῶν ἀπαραγράπτων δικαίων της καί νά ἀπουσιάζει ὁ σεβασμός γιά τήν διαχρονική προσφορά της στόν τόπο αὐτό.

Ὡς ὑπερασπιστική σημαία τῶν ἀπόψεών του ὁ νῦν Δήμαρχος κρατάει τήν ἔγγραφη συγκατάθεσή μας στόν προκάτοχό του κ. Μακρῆ, τῆς ὁποίας ἐξήγησα παραπάνω τό σκεπτικό καί τό ἱστορικό της πλαίσιο. Ἀμφισβητεῖ σέ κατ’ ἰδίαν συζητήσεις αὐτό τοῦτο τό γεγονός καθώς καί τή μαρτυρία μου, προσβάλλοντας μέ τόν τρόπο αὐτό ἀβασάνιστα τόν ἀρχιερατικό μου λόγο.

Τελευταῖα διατυπώθηκε καί ἡ ἄποψη ὅτι, ἐάν λειτουργήσει ὁ ναός, θά κληθεῖ ὁ Δῆμος νά καταβάλει τά χορηγηθέντα χρήματα.

Ἔχω στά χέρια μου τήν ἀπόφαση ἔνταξης τοῦ ἔργου τῆς Περιφέρειας Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καί Θράκης (Ἀριθμ. πρωτ. 3191/1826/23-3-2006), ὅπου πουθενά δέν ἀναφέρεται ὅτι δεσμεύεται ὁ Δῆμος Προσοτσάνης γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ποσοῦ πού χορηγήθηκε, ἄν ἀλλάξει ἡ χρήση του. 

Ἐάν δέν μπόρεσα νά διακρίνω δέσμευση ἤ ὑποχρέωση, θερμά παρακαλῶ νά μοῦ ὑποδειχθεῖ. Ἐγώ πιστεύω ὅτι δέν ὑπάρχει διάθεση γιά τήν ἐξεύρεση ἁρμόζουσας λύσης, γι’ αὐτό προβάλλεται καί αὐτό τό ἐπιχείρημα.

Δέν ἀξίζει νά συμβάλει ὁ Δῆμος ἀποφασιστικά στήν ἀποκατάσταση τῆς ἱστορίας ἀλλά καί στήν ἀναστήλωση τοῦ ναοῦ ὡς μικρό ἀντίδωρο καί ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιά τήν διαχρονική προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στόν αἱματοπότιστο αὐτόν τόπο; Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν «κρατοῦσε» τόν τόπο, σήμερα οὔτε Δημαρχεῖο θά ὑπῆρχε, οὔτε τόν τίτλο τοῦ Δημάρχου θά ἔφερε ὁ κ. Δήμαρχος.

Τελειώνοντας, θά σᾶς παρακαλέσω ὡς πνευματικός σας πατέρας νά ἐγκύψετε στό θέμα αὐτό μέ ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης, χωρίς τήν παραμικρή ἰδιοτέλεια.
Σᾶς παρακαλῶ νά γίνετε ἀναστηλωτές τῆς εὐσέβειας καί τῆς ἱστορίας δείχνοντας ἔμπρακτα τό σεβασμό σας πρός τήν Ἐκκλησία, τήν κοινή Μητέρα ὅλων μας καί πρός τήν ἱστορία τοῦ τόπου μας. Δῶστε τό μήνυμα ὅτι κάποιες ἀξίες δέν τοποθετοῦνται στό μικροσκόπιο ἰδιοτελῶν προσωπικῶν στόχων καί ἐπιδιώξεων ἀλλά βρίσκονται πάνω ἀπό ψηφοπελατειακά συμφέροντα.
Ἄλλωστε ἡ νοσηρή αὐτή νοοτροπία καί σχέση ἔφερε τήν Πατρίδα μας στό σημερινό κατάντημα.

Ἀποδῶστε, παρακαλῶ, τόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας στόν ἰδιοκτήτη του, τήν Ἱερά Μητρόπολη Δράμας, ἀποκαθιστώντας τήν ἀδικία. 

Στεῖλτε τό ἠχηρό μήνυμα πρός ὅλους ὅτι τά Ἐθνοφυλετικά παιχνίδια ἅπαξ διά παντός ἐξοστρακίστηκαν ἀπό τόν τόπο μας πού τόσο ταλαιπωρήθηκε ἀπό αὐτά.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολη Δράμας κατηγορηματικά δηλώνει ὅτι ἀδυνατεῖ γιά λόγους πνευματικούς, ἠθικούς καί ἱστορικούς νά ἀποδεχθεῖ τά ἕως σήμερα γενόμενα μέ ἀφανεῖς, ὕποπτες καί διαβλητές διαδικασίες.
Ἐπιφυλασσόμεθα τοῦ δικαιώματός μας νά χρησιμοποιήσουμε κάθε νόμιμο μέσο καί τρόπο, ὥστε ὁ ναός νά ἐπαναλειτουργήσει καί νά ἀναγνωρισθεῖ ὡς ἰδιοκτήτης του ἡ Ἱερά Μητρόπολη Δράμας. Μόλις ἀνοίξει τό κτηματολόγιο, θά δηλώσουμε τήν ἰδιοκτησία μας καί θά προσφύγουμε ὅπου δυνάμεθα, ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος, διεκδικώντας τό δίκαιό μας. Στήν Πατρίδα μας θά εἶναι ἡ πρώτη περίπτωση πού ναός θά ἀλλάξει χρήση, ὄχι ἀπό ἀλλόπιστους ἤ κατακτητές ἀλλά ἀπό Ὀρθόδοξους Ἕλληνες.
Στίς χῶρες τῆς πρώην Σοβιετικῆς Ἕνωσης καί τῶν Βαλκανίων οἱ ναοί πού βεβηλώθηκαν ἐπιστρέφονται στήν Ἐκκλησία καί ἐπανευρίσκουν τή λειτουργικότητά τους.

Ἐσεῖς, ὀρθόδοξοι χριστιανοί, θά συμπράξετε σέ βεβήλωση ὀρθοδόξου ναοῦ;
Οὔτε ὡς σκέψη μπορῶ νά τό ἀποδεχτῶ, γιατί γνωρίζω ὅτι γαλουχηθήκατε μέ ἀρχές, ἀξίες καί ἰδανικά.
Σέ κάθε περίπτωση ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ὑπομονή νά περιμένει.
Στίς παραπάνω χῶρες ἡ Ἐκκλησία περίμενε 80 χρόνια. Καί ἐμεῖς καταγγέλλοντας τήν βεβήλωση θά περιμένουμε.
Πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι θά βρεθεῖ Δήμαρχος, ὁ ὁποῖος θ’ ἀποκαταστήσει τήν ἱστορική ἀλήθεια καί ἔμπρακτα θά ἀποδείξει τόν σεβασμό του στήν Ἐκκλησία.
Παραμένω στή διάθεσή σας γιά κάθε διευκρίνιση.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί εὐλογιῶν


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ




† Ο ΔΡΑΜΑΣ Π Α Υ Λ Ο Σ


ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ :
κ. Δήμαρχο Προσοτσάνης ,
κ.κ. Προέδρους Συμβουλίων Δημοτικών –Τοπικών Κοινοτήτων Δήμου Προσοτσάνης.