27 Ιανουαρίου 2017

Μ.ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ:ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ!


Βεργίνα, οι βασιλικοί τάφοι και άλλες αρχαιότητες.

 Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου (Εκδοτική Αθηνών 1991).
Αναδημοσίευση από το "ΒΙΣΑΛΤΗΣ"

 Μας έμενε ν’ ανοίξουμε την μαρμάρινη σαρκοφάγο. Όσο κι αν η προσδοκία πως εκεί μέσα υπήρχε το πιο πολύτιμο αντικείμενο δημιουργούσε μέσα μου μιαν ακατανίκητη περιέργεια, ένα αίσθημα συνηθισμένο στον αρχαιολόγο, αλλά και επικίνδυνο, το αίσθημα της επιστημονικής ευθύνης μου επέβαλλε την υπομονή. Όταν πια έκρινα πως είμασταν έτοιμοι για την τελευταία αυτή πράξη, κατέβηκα στον τάφο με τους δύο βoηθούς, τον Δημήτρη Μαθιό και τον επιστάτη της ανασκαφής Κώστα Παυλίδη.

 Προβλέποντας πως το περιεχόμενο της σαρκοφάγου θα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμο και θέλοντας να κρατηθεί μυστικό, για λόγους ασφαλείας, έδωσα εντολή να κλειστεί το άνοιγμα της καμάρας. Ξεπερνώντας τις αναπόφευκτες δυσκολίες που μας δημιουργούσαν τα σκορπισμένα στο δάπεδο οργανικά υλικά, κατορθώσαμε σε λίγο να σηκώσουμε το κάλυμμα. Και τότε είδαμε κάτι που ήταν αδύνατο να φανταστώ, γιατί ποτέ ως τότε δεν είχε βρεθεί τέτοιο οστεοδόχο σκεύος: μια ολόχρυση λάρνακα με ένα επιβλητικό αστέρι στο κάλυμμά της.

 Τη βγάλαμε από τη σαρκοφάγο, την αποθέσαμε στο δάπεδο και την ανοίξαμε. Τα μάτια όλων άνοιξαν διάπλατα και η αναπνοή μας είχε κοπεί: ολοκάθαρα τα καμένα οστά, τοποθετημένα σ’ ένα προσεχτικά σχηματισμένο σωρό, κρατώντας ακόμα το χρώμα από την πορφύρα που κάποτε τα τύλιξε· και στη μια γωνία ένα βαρύτιμο χρυσό στεφάνι πιεσμένο τα κάλυπτε.

Κλείσαμε την πολύτιμη λάρνακα, την καλύψαμε προσεχτικά και την αποθέσαμε στην εσωτερική γωνιά του θαλάμου. Νιώθαμε την ανάγκη να βγούμε στο φως να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα.
Όταν βρέθηκα έξω, απομακρύνθηκα κάπως από τους εργάτες της ανασκαφής, τους επισκέπτες, τους αστυνομικούς και στάθηκα μονάχος για μια στιγμή, να συνέλθω από το απίστευτο θέαμα. Όλα έδειχ ναν πως είχαμε βρει ένα βασιλικό τάφο· κι αν η χρονολόγηση που δίναμε στα ευρήματα ήταν σωστή, όπως φαινόταν, τότε… Δεν τολμούσα να το συλλογιστώ.


Για πρώτη φορά ένιωσα μια δυνατή ανατριχίλα, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά μου. Αν λοιπόν η χρονολογία… και αν αυτά ήταν βασιλικά λείψανα… τότε… είχα κρατήσει στα χέρια μου τα οστά του Φιλίππου;

 Ήταν τρομαχτικό, αδύνατο να το αντέξει ο νους μου.
 Μαζί με τους συνεργάτες που γνώριζαν το μυστικό κατευθυνθήκαμε στο σπίτι, καλώντας και τον υπεύθυμο Επιμελητή της αρχαιολογικής υπηρεσίας κ. Πάντο για να τον ενημερώσουμε. Σε λίγο ενημέρωνα και την αρμόδια Έφορο Αρχαιοτήτων κ. Μαίρη Σιγανίδη. Εφτά άνθρωποι μονάχα γνωρίζαμε πως εκεί, μέσα στον τάφο, υπήρχε κοντά στα άλλα θαυμαστά ευρήματα και ένα μοναδικό, πολύτιμο όσο ένας θησαυρός. Πήρα αμέσως την απόφαση: έπρεπε να μεταφερθεί το γρηγορότερο στο Μουσείο Θεσσαλονίκης, χωρίς να το πληροφορηθεί κανείς».
 [...]
 Την άλλη μέρα συνεχίσαμε την εργασία. Προσπαθούσαμε να μαντέψουμε το περιεχόμενο της σαρκοφάγου. Μόνο το άνοιγμά της θα μας έδινε την απάντηση. Αν και παρουσίαζε περισσότερες δυσκολίες από του θαλάμου, το πραγματοποιούσαμε προσχετικά. Και είδαμε, όχι χωρίς έκπληξη, μια δεύτερη χρυσή λάρνακα, λίγο μικρότερη από την πρώτη και πιο λιτή στη διακόσμηση. Τη βγάλαμε από τη σαρκοφάγο και την αποθέσαμε στο σανίδι όπου πατούσαμε.

 Η εμπειρία που είχαμε αποχτήσει από την προηγούμενη μείωνε την ένταση της περιέργειάς μας για το περιεχόμενό της. Ξέραμε πως θα βρίσκαμε τα καμένα οστά ενός δεύτερου νεκρού. Με προσοχή και ψυχραιμία την ανοίξαμε. Και τότε δοκιμάσαμε την τελευταία έκπληξη· μια έκπληξη που ξεπερνούσε όλες τις άλλες, θαρρείς και ο τάφος αυτός κλιμάκωνε τα μυστικά του αξιολογικά. Αυτό που είδαμε δεν ήταν τα οστά κάποιου νεκρού· ήταν ένα θαυμαστά διακοσμημένο χρυσοπόρφυρο ύφασμα που τα κάλυπτε· και δίπλα σε αυτό, πιεσμένο στην πλευρά της λάρνακας, ένα κομψό γυναικείο διάδημα, (ήταν αδύνατο να διακρίνουμε ή να φαντασθούμε με την πρώτη ματιά πως βρίσκαμε το ωραιότερο κόσμημα του αρχαίου ελληνικού κόσμου).

Η άμεση φωτογράφηση ήταν περισσότερο από αναγκαία, γιατί κανείς δεν μπορούσε να ξέρει αν το εξαίσιο αυτό θέαμα του υφάσματος, θα μπορούσε να το ξαναδεί ανθρώπινο μάτι· κανείς δεν ήξερε την κατάσταση αυτού του υφάσματος. Με τη μεταφορά και αυτής της λάρνακας στο Μουσείο Θεσσαλονίκης έκλεινε ουσιαστικά η ανασκαφική περίοδος του 1977. Ύστερα από 25 ολόκληρα χρόνια δουλειάς στη Βεργίνα, ένιωθα πως αξιώθηκα να χαρώ ό,τι ποτέ μου δε θα μπορούσα να ονειρευτώ ως αρχαιολόγος.


Έφτασα στη Θεσσαλονίκη, ετοίμασα τη νύχτα τις διαφάνειες και σηκώθηκα το πρωί να πάω στο Πανεπιστήμιο για να ανακοινώσω στους δημοσιογράφους τα αποτελέσματα της ανασκαφής. Προτού όμως κάνω τη δημόσια αυτή ανακοίνωση θεώρησα χρέος μου να πληροφορήσω τους υπεύθυνους της Πολιτείας: τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Μόνον όταν μπήκα στο αμφιθέατρο του παλαιού κτιρίου, εκεί όπου πρωτοάκουσα πρωτοετής τα πρώτα πανεπιστημιακά μαθήματα, ήρθα ξανά σε επαφή με την πραγματικότητα. Και τότε κατάλαβα πως ό,τι είχαμε κάνει στην ερημιά της Βεργίνας δεν αφορούσε μονάχα τους αρχαιολόγους.

Μια επιστημονική ανακάλυψη την είχε κιόλας αγκαλιάσει ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Σήμερα ξέρω πως καμιά ικανοποίηση και καμιά τιμή δεν μπορεί να συγκριθεί με την αγάπη των ανθρώπων που μου είπαν: «Σ’ ευχαριστούμε γι’ αυτό που μας έδωσες. Νά ‘σαι γερός!»

 Επιμέλεια: Γιώργος Τσακνιάς-dimartblog.com