11 Μαρτίου 2016

Μακεδονικό Ζήτημα. Η ελληνοσλαβική γλώσσα και η κατασκευή της βουλγαρικής συνείδησης στη Θρακομακεδονία (Μέρος B΄)

«Ντα ζίβε Γκρτσια» («Ζήτω η Ελλάδα»)
Τα τελευταία λόγια που είπε στην ελληνοσλαβική
πριν τον απαγχονισμό του
ο Γραικομάνος Μακεδονομάχος



Του Κωνσταντίνου Ν. Μαδεμλή

Η ελληνοσλαβική γλώσσα και η
κατασκευή της βουλγαρικής συνείδησης στη Θρακομακεδονία.

Μέρος Β΄


ΣΤ. Πανσλαβισμός και Βουλγαρική Αναγέννηση
ΣΤ.1.ΤΟ ΠΑΝΣΛΑΒΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Αφύπνιση, Παλιγγενεσία
 ή κατασκευή
της βουλγαρικής συνείδησης
 στη Μακεδονία;

Οι κατασκευασμένοι Βούλγαροι Μακεδονίας
και η πλαστογράφηση της ιστορίας.



Ο πανσλαβισμός ξεκίνησε ως ιδέα του Κροάτη Καθολικού-Βενεδικτίνου μοναχού Vinko Pribojević (μέσα του 15ου αιώνα-1532) για ένωση όλων των Σλάβων ξεκινώντας από  τους «Ιλλυρίους» Σλάβους. 
Συνεχιστής της ιδεολογίας αυτής ο επίσης Κροάτης Βενεδικτίνος μοναχός Mavro Orbini (1563–1614) ο οποίος συνέγραψε το «Βασίλειο των Σλάβων», «Il regno degli Slavi»Pesaro, 1601» αναφερόμενος στους Σλάβους της Δαλματίας, Κροατίας, Βοσνίας, Σερβίας, Ρωσίας και Βουλγαρίας.
Βλέπουμε ότι απουσιάζει η αναφορά για Σλάβους σε Μακεδονία, Θράκη και λοιπή Ελλάδα.
Είναι καταπληκτικό να διαπιστώνει κανείς ότι οι πρώτοι πανσλαβιστές γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν Σλάβοι στη Μακεδονία και στη Θράκη.
Και αυτός είναι ο λόγος που οι πανσλαβιστές μιλούν μόνο για Βουλγάρους και όχι για Μακεδονοσλάβους, στην αρχή τουλάχιστον του 19ου αιώνα.

Το έργο αυτό θα αποτελέσει το κορμό της «Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας» του Παϊσίου Χιλανδαρινού το 1762, ο οποίος σπούδασε στο 
Sremski Karlovci στη Vojvodina της Σερβίας το «Il regno degli Slavi» μαζί με το «Annales Ecclesiastici» του Cesare Baronio (1538 –1607) (Friedrich Hayer, σελ. 240)

Ο Orbini όπως και όλοι οι τότε πανσλαβιστές θεωρούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Αριστοτέλης ήταν Σλάβοι, γιατί θεωρούν τους Σλάβους απόγονους των Ιλλυρίων.
Αυτό τον πανσλαβισμό τον ονομάζω «πανσλαβισμό δυτικού τύπου» γιατί από πίσω κρύβεται η Ουνία και ο Παπισμός σε αντίθεση με τον «πανσλαβισμό ανατολικού τύπου» που από πίσω βρίσκεται ο Τσάρος και τα συμφέροντα της Ρωσίας.

Ουνία είναι η προσπάθεια του Πάπα από το 1596 να ενσωματώσει στην σφαίρα επιρροής του τις ορθόδοξες εκκλησίες.

Ένας άλλος Κροάτης Βενεδικτίνος μοναχός ο Juraj Križanić (1618 - 1683) θέλοντας με το «ιεραποστολικό» του έργο να διδάξει τον πανσλαβισμό δυτικού τύπου στην τσαρική Ρωσία, συλλαμβάνεται από τους Ρώσους και στέλνεται στα κάτεργα της Σιβηρίας ως κατάσκοπος του Πάπα.

Βλέπουμε δηλαδή ότι στην πρώιμη φάση του πανσλαβισμού πρώτοι οι καθολικοί Σλάβοι προσπαθούν να θέσουν τις βάσεις για την ομοιογενοποίηση των Σλάβων που πίσω από την προσπάθεια αυτή είναι ο έλεγχος του Πάπα δηλαδή η Ουνία.

Η συγγραφή της «Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας» του Παϊσίου Χιλανδαρινού το 1762 θεωρείται ως ορόσημο στην εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων από όλους τους ιστορικούς.

Στόχος των πανσλαβιστών είναι η αποκοπή του θρησκευόμενου λαού από το Πατριαρχείο και ακολούθως η ανακήρυξη ανεξάρτητης Βουλγαρικής εκκλησίας.

Θεωρώ ότι υπάρχουν δύο περίοδοι της Βουλγαρικής Αναγέννησης.

Η μία ξεκινά το 1762 με την συγγραφή από τον Παΐσιο της «Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας» και στην οποία ξεκινά ο αγώνας για την ανεξαρτησία της βουλγαρικής εκκλησίας.

Η δεύτερη και η πιο αποτελεσματική ξεκινά μετά το 1ο συνέδριο των πανσλαβιστών το 1842 μέχρι την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870.

ΣΤ. 2  1η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης (1762-1842)

Κάτι που είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να το πω στο σημείο αυτό είναι ότι στην πρώτη περίοδο έχουμε καθαρά εκκλησιαστικό αγώνα χωρίς να έχουμε φανερή εθνική βουλγαρική κίνηση και κατ’ επέκταση επαναστατική δραστηριότητα.
Αυτή θα εκδηλωθεί στη δεύτερη περίοδο.

Η εθνική δηλαδή αντίδραση ήταν συγκαλυμμένη κάτω από την διεκδίκηση για ανεξάρτητη βουλγαρική εκκλησία και η αντίδραση δεν ήταν ενάντια στον Τούρκο κατακτητή αλλά στο ελληνικό Πατριαρχείο, το οποίο ήταν αντίθετο στο αίτημα αυτό.

Δηλαδή αντίπαλος στον αγώνα αυτόν δεν ήταν οι Οθωμανοί Τούρκοι αλλά οι Ρωμιοί-Έλληνες και ειδικά το ελληνικό Πατριαρχείο και οι Φαναριώτες.

Άλλωστε αν δούμε και αργότερα τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Βουλγάρων θα διαπιστώσουμε ότι επιδίωξη ήταν πάντοτε η Αυτονόμηση και όχι η Ανεξαρτησία της Βουλγαρίας.
Αυτονομία σημαίνει ομόσπονδο κρατίδιο κάτω από την επιρροή του Σουλτάνου, όπως έγινε από το 1876 μέχρι το 1913.
Άλλωστε δεν υπάρχουν Βούλγαρο-Τουρκικοί πόλεμοι στην νεότερη ιστορία, μόνο στους Βαλκανικούς πολέμους έχουμε σύγκρουση Τουρκίας και Βουλγαρίας.

Η αντίδραση των Βουλγάρων ιερωμένων παίρνει σάρκα και οστά στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά είναι μεμονωμένες κινήσεις κληρικών.

Σε αυτή τη πρώτη περίοδο ξεκίνησε η πανσλαβική ιδέα της εισαγωγής της βουλγαρικής γλώσσας στη θεία λειτουργία από τον Παΐσιο Χιλανδαρινό και μεταδόθηκε στο μαθητή του Sophronius of Vratsa (1739–1813) ο οποίος χειροτονήθηκε Ρωμιός επίσκοπος στις 17 Σεπτεμβρίου 1764 στη Βράτσα της Βόρειας Βουλγαρίας.

Μάλιστα το 1806 εξέδωσε το πρώτο Βουλγαρικό Βιβλίο το "Kiriakodroumion siretsch Nedelnik" σε κυριλλική γραφή,  στη σλαβοβουλγαρική διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου, και όχι στη παλαιοσλαβονική.

Μαθητής του Σοφρωνίου ήταν ο Neofit Bozveli (1785-1848) ο οποίος συνεχίζει τον «Αγώνα για την ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησία» το 1824.
Τι ακριβώς ήταν αυτός ο «αγώνας» και ποιες η δραστηριότητες των «αγωνιστών»;
Sophronius of Vratsa
(1739-1813)
Πρώτος ο Sophronius of Vratsa Βούλγαρος επίσκοπος μεν επίσημα όμως Ρωμιός , στέλνει αντιπροσωπεία στη Αγ. Πετρούπολη τον Οκτώβριο του 1804 αποτελούμενη από τον Atanas Nikolaev Nekovic και τον Ivan Atanasov Zambin για να διαβιβάσουν το αίτημα του για υποστήριξη της Ρωσίας για σλαβική Θεία Λειτουργία στη μητρόπολή του στη Βράτσα.
 Επειδή όμως δεν είχαν επίσημα έγραφα που να τους νομιμοποιούν ως εκκλησιαστικούς αντιπροσώπους γύρισαν χωρίς αποτέλεσμα. Μόλις το Φεβρουάριο του 1808 ο Zambin αποκτά από τον Σοφρώνιο γραπτή εξουσιοδότηση για προώθηση των αιτημάτων του για να τα παρουσιάσει στο Υπουργείο Εσωτερικών της Ρωσίας.
Τον Ιουλίου του 1808 ο Σωφρόνιος συναντάται με τον Ρώσσο στρατηγό 
M.AMiloradovic ο οποίος του επιβεβαιώνει ότι η Βουλγαρική υπόθεση έγινε πλέον γνωστή στην Ρωσία.

Το 1824 τίθεται για πρώτη φορά εγγράφως στο Πατριαρχείο θέμα Βουλγάρου επισκόπου από τον Dimitraki Hadzhitoshev δραστήριο έμπορο από την Βράτσα οπαδού του Σωφρονίου της Βράτσα.

Το ίδιο γίνεται και το 1829 από σλαβόφωνους προύχοντες από τα Σκόπια, με επικεφαλής τον Hadji Trajko Doychinovich από την περιοχή Ρέκα (κοντά στη Δίβρη και τη Λαζαρούπολη).

Το ίδιο αίτημα από τους κατοίκους του 
Tarnovo το 1835 για τη χειροτονία σε επίσκοπο του δραστήριου μοναχού Neofit Bozveli  

Το 
1836 μετά από πίεση του κόσμου απομακρύνεται ο επίσκοπος του Σάμοκοβ Ιγνατίος Β΄.

Το 1844 οι ιερωμένοι 
Neofit Bozveli  και ο Ilarion Makariopolski καταθέτουν δύο αιτήματα στο Πατριαρχείο Κωνστανινούπολης για το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας.

Το 
1848 απομάκρυνση του μητροπολίτου Σάμοκοβ Ματθαίου.

Το 
1849 Στην Κωνσταντινούπολη κτίζεται η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία «Άγιος Στέφανος»

Την Άνοιξη του 1856 ομάδα Βουλγάρων στη Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την θέσπιση του 
Hatti-Humayun, δηλαδή της οικονομικής μεταρρύθμισης στη Οθωμανική Αυτοκρατορία κατατίθεται αίτημα για την απρόσκοπτη εκλογή Επισκόπου της αρεσκείας τους.

Το Ιούλιο του 1859 κάτοικοι του Κιλκίς ζητούν από τον Πάπα να προσχωρήσουν στην Ουνία και θέτουν προϋποθέσεις.
(Η Ουνία εκτός από το Κιλκίς είχε επιτυχίες και στην Έδεσσα, Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη και Δοϊράνη (Fikret Adanir, σελ.66, 67))

Στις 29 Οκτωβρίου 1859 το Πατριαρχείο χειροτονεί τον Παρθένιο Ζωγράφου Partenij Zografski Επίσκοπο Δοιράνης για να αντισταθεί στον επερχόμενο κίνδυνο της Ουνίας.
Ο Παρθένιος βαθύς γνώστης της Παλαιοσλαβονικής, διετέλεσε καθηγητής Παλαιοσλαβονικής στη Σχολή της Χάλκης, εισάγει την Θεία Λειτουργία στα παλαιοσλαβονικά, γεγονός που θεωρείται μεγάλη επιτυχία για τους Βούλγαρους Αναγεννηστές.

Ο Αγώνας κορυφώνεται το Πάσχα του 1860 γνωστή ως «Velikdenska aktsiya»  "Επιχείρηση του Πάσχα", κατά την οποία ο επίσκοπος Ilarion Makariopolski δεν μνημονεύει το όνομα του Πατριάρχη αλλά αντ’ αυτού το όνομα του Σουλτάνου.
Το 1861 έχουμε το επόμενο κρούσμα Ουνίας με τον Joseph Sokolski να χειροτονείτε στη Ρώμη από τον πάπα ως Αρχιεπίσκοπος Ουνίας στη Βουλγαρία.

Στις 6 Δεκεμβρίου το 1869 γίνεται το Εθνικό Συμβούλιο του Gaytaninovo στο Νευροκόπι στο οποίο θα αναφερθώ διεξοδικά παρακάτω.

Τελικά τον Μάρτιο του 1870 με τον σουλτανικό φιρμάνι ιδρύετε η Βουλγαρική  Εξαρχία και πραγματοποιείται το Σχίσμα στην Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία, αφού αποκόπηκε από το σώμα του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.

Το σχίσμα ακυρώθηκε το 1945.

Αυτός είναι εν ολίγοις ο «Αγώνας για την Ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία».

Βασικός στόχος από την αρχή του πανσλαβισμού δυτικού και ανατολικού τύπου είναι η δημιουργία ξεχωριστού βουλγαρορθόδοξου milliet μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Στο πανσλαβισμό δυτικού τύπου εντάσσονται οι προσπάθειες και απόπειρες προσηλυτισμού σλαβόφωνων κληρικών και λαϊκών από Ιησουίτες καθολικούς μοναχούς ήδη από τον 17ο αιώνα όταν εγκαταστάθηκαν σε διάφορες πόλεις και σε νησιά της Ελλάδας.

Τα αποτελέσματα ήταν όμως πενιχρά και απογοητευτικά.

Η δεύτερη προσπάθεια έγινε αρχές του 18ου αιώνα με την αποστολή άλλων καθολικών καλογέρων, των Λαζαριστών. Η δράση τους ήταν περισσότερη κοινωνική παρά θρησκευτικού προσηλυτισμού σε αντίθεση με την δράση των αυστηρών καθολικών Ιησουιτών.

Στόχος η διείσδυση σε πτωχά στρώματα σλαβόφωνων μέσω φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.

Η προσπάθεια αυτή στέφτηκε με επιτυχία γιατί είχαμε όπως είδαμε και χειροτονία Ουνίτη επισκόπου Κιλκίς από τον Πάπα.

ΣΤ. 3  2η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης

Η πρώτη περίοδος ανήκει όπως είδαμε αποκλειστικά στους ιερωμένους και μοναχούς για την μετάφραση της Θεία Λειτουργίας στα σλαβικά και δεν έχουμε ανάμειξη αξιόλογη λογίων Βουλγάρων.

ΣΤ. 3.1. Τα πανσλαβικά Συνέδρια

Τα πράγματα αλλάζουν όμως με τα Συνέδρια των Σλάβων.

Συγκεκριμένα το 1842 γίνεται το πρώτο συνέδριο των Πανσλαβιστών στην Πράγα στο οποίο προέδρευε ο František Palacký με πρωτοβουλία των Δυτικών Σλάβων.


O Palacký στην αναφορά του καταγράφει τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής ηγεμονίας της Ρωσίας (Universalmonarchie) πάνω στο κίνημα των πανσλαβιστών, αυτό
και σε συνδυασμό με το βαθύ θρησκευτικό διαχωρισμό των δυτικών καθολικών Σλάβων (Κροατών, Τσέχων, Αυστριακών, Πολωνών κλπ),
δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια εθνική ένωση των Σλάβων.
Η ένωση και συνεργασία θα πρέπει να είναι λοιπόν καθαρά πνευματική και πολιτιστική.

Η Ρωσία στέλνει στο συνέδριο αυτό μόνο έναν αντιπρόσωπο, το γνωστό Mikhail Alexandrovich Bakunin (1814-1876), τον μετέπειτα ιδρυτή, θεμελιωτή και θεωρητικό του αναρχισμού.

Στο συνέδριο αυτό αποφασίζεται η πολιτιστική συνεργασία όλων των Σλάβων και η παρουσίαση αποτελεσμάτων στο επόμενο πανσλαβικό συνέδριο
Ο "εθνολογικός" Χάρτης των Σλάβων
του Pavel Jozef Šafárik (1842)

Στο συνέδριο παρουσιάζεται για πρώτη φορά από τον Σλοβάκο σύνεδρο Pavel Jozef Šafárik (1795–1861) ένας χάρτης των Σλάβων της Βαλκανικής.
Ο Χάρτης είναι του 1842 και συγκαταλέγει «αυθαίρετα» στους Σλάβους τους Σλαβόφωνους πληθυσμούς της Θρακομακεδονίας!.

Και λέω αυθαίρετα γιατί την εποχή που χαρτογραφήθηκε δηλαδή περί το 1840 δεν υπήρχαν «Σλάβοι» στη Μακεδονία και Θράκη αλλά μόνο Σλαβόφωνοι Ρωμιοί.

Οι πανσλαβιστές χαρακτηρίζουν τους Σλαβόφωνους Ρωμιούς σε πρώτη φάση ως Βουλγάρους, λόγω της ελληνοσλαβικής γλώσσας.
Πριν το 1850 δεν υπήρχε ούτε ένας Βούλγαρος στη Μακεδονία όπως θα τεκμηριώσω πιο κάτω.
Επομένως λείπει η επιστημονική τεκμηρίωση για τον αναφερόμενο Χάρτη Šafárik.
Αποτυπώνει μια προσδοκώμενη, επιδιωκόμενη και όχι μια υφιστάμενη κατάσταση!

Στην πρώτη περίοδο της Βουλγαρικής Αναγέννησης όπως είδαμε έχουμε αποκλειστικά την δραστηριότητα των ιερωμένων με πάγιο αίτημα την γλώσσα της θείας λειτουργίας.
Μέχρι τότε δεν είχαμε καμιά συμμετοχή λογίων Βουλγάρων (δεν υπήρχαν άλλωστε Βούλγαροι λόγιοι την περίοδο αυτή) στην εκκλησιαστική αυτή κίνηση.
Όλοι οι λόγιοι δηλώνουν Ρωμιοί-Έλληνες.
Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ελληνοδιδάσκαλοι γνωρίζουν και ταυτίζονται με την ελληνική παιδεία.
Πολλές οι αναφορές και οι αποδείξεις που θα μπορούσα να γράψω για αυτό.
Η υπόθεση του Petar Beron που ανέφερα προηγουμένως πιστεύω είναι αντιπροσωπευτική.

Θα δούμε παρακάτω αναλυτικότερα το θέμα με την μεταστροφή αυτή των μετέπειτα Βουλγάρων λογίων.

Η μεγαλύτερη ¨ζημιά¨ που έγινε ήταν αυτή που μεσολάβησε μεταξύ του πρώτου δηλαδή του 1842 και του δευτέρου συνεδρίου το οποίο πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1867 στη Μόσχα, και στο οποίο προέδρευσε ο Fjodor Michailowitsch Dostojewski (1821-1881).

Ουσιαστικά η αφύπνιση των Βουλγάρων λογίων θα έρθει μετά το πρώτο συνέδριο των πανσλαβιστών και είναι το αποτέλεσμα της εντολής των πανσλαβιστικών κύκλων για συλλογή τραγουδιών σε καθορισμένους πράκτορες, να βρουν και να προσηλυτίσουν ντόπιους σλαβόφωνους Ρωμιούς λόγιους.

Το διάστημα αυτό των 25 περίπου χρόνων ήταν καθοριστικό για την διαμόρφωση της νέας βουλγαρικής συνείδησης στη Μακεδονία και στη Βουλγαρία που μετά το 1850 αποκτά εθνικό χαρακτήρα.
Δηλαδή δεν έχουμε αυτόφωτους
αλλά ετερόφωτους
πανσλαβιστές Βούλγαρους λόγιους.

Στο πρώτο συνέδριο φάνηκαν θεωρώ οι αντικρουόμενες απόψεις και συμφέροντα του δυτικού πανσλαβισμού και ανατολικού πανσλαβισμού-πανρωσσισμού.

Αυτό που αποφασίστηκε ήταν η συνεργασία και η προώθηση σε καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό επίπεδο η ένωση του πανσλαβισμού.

Για την επίτευξη αυτού του σκοπού θεωρήθηκε πολύ σημαντική η καταγραφή της σλαβικής μνήμης, των σλαβικών δημοτικών τραγουδιών και η παρουσίαση στο επόμενο συνέδριο.
Όπως προανέφερα οι πανσλαβιστές χρησιμοποίησαν τον χάρτη Šafárik στο οποίο ήταν καταγεγραμμένη η κατανομή των σλαβικών φύλων.

Ο χάρτης αυτός αλλά και όλοι οι χάρτες που θα χαρτογραφηθούν αργότερα θα χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη «Σλαβο-Βουλγάρων» σε συνέδρια και θα είναι χρήσιμα εργαλεία για τις συνθήκες που θα καθορίσουν τα νέα σύνορα στα Βαλκάνια.

Όπως φαίνεται τμήματα της Μακεδονίας και η Βουλγαρία χρωματίζονται ως σλαβικές-βουλγαρικές εκτάσεις.
Η γλώσσα είναι εύκολα να αποτυπωθεί, αν και σε περιοχές που υπάρχει διγλωσσία χρωματίζονται ως σλαβικές.
Δηλαδή οι Ρωμιοί σλαβόφωνοι της Μακεδονίας χωρίς να ρωτηθούν αποτυπώνονται ως Σλάβοι και χειρότερα ως Βούλγαροι.

Όπως προανέφερα η τουρκική διοίκηση μη μπορώντας να ξεχωρίσει την ελληνοσλαβική από την σλαβοβουλγαρική ονόμασε την γλώσσα «βουλγαρική» και τους ομιλούντες Βουλγάρους.

Για να δούμε λοιπόν ποιοι είναι οι «Βούλγαροι» και ποιοι οι Έλληνες.

Πρώτος παρεξηγημένος όρος είναι ο Έλληνας–Γκρσκι-Гръцки.

Ο όρος χρησιμοποιείται από τους πανσλαβιστές για να περιγράψει του ελληνόφωνους Ρωμιούς. Οι βλαχόφωνοι Ρωμιοί λέγονται Βλάχοι-Власи και ο σλαβόφωνος Ρωμιός βαπτίζεται Βούλγαρος- Българи.
Οι πανσλαβιστές ξεχωρίζουν τους Βουλγάρους σε τρεις κατηγορίες:
στους Βούλγαρους της Μοισίας (миэийски български)
στους Μακεδονικούς Βούλγαρους (македонски български )
και στους
Θρακικούς Βουλγάρους (тракийски български).

Ας δούμε όμως χρονολογικά την εξέλιξη των εθνολογικών χαρτών και δεδομένων για της  βυζαντινές μητροπόλεις.

Δίπλα έχουμε τον εθνολογικό χάρτη του  A. Boue του 1847 δηλαδή παράλληλα με αυτό του Jozef Šafárik

Βλέπουμε ότι και αυτός υιοθετεί την αντίληψη των πανσλαβιστών που σημαίνει ότι αυτή η θεώρηση έχει επιβληθεί στους επιστημονικούς ευρωπαϊκούς κύκλους και όλοι θεωρούν όπως φαίνεται στις σημειώσεις του Χάρτη (Völkertafel -Πίνακας λαών) τους σλαβόφωνους ως Βούλγαρους.

Γιατί όμως οι σλαβόφωνοι δεν είναι Βούλγαροι όπως παρουσιάζονται στους εθνολογικούς χάρτες;

Όπως είδαμε στον «Αγώνα για την ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησία»
ο προσηλυτισμός στην πανσλαβική ιδέα γίνεται με το
«θέλεις να ακούσεις την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά»
με απώτερο σκοπό την εκλογή Βουλγάρων ιερωμένων και την απόσχιση από το Πατριαρχείο.

Όποιος σλαβόφωνος «θέλει να ακούσει» βαπτίζεται Βούλγαρος και όποιος δεν θέλει Γραικομάνος.

Μη ξεχνάμε ότι οι πανσλαβιστές απευθύνονται μόνο στους σλαβόφωνους Ρωμιούς.
Αυτή η διαδικασία όμως κρατάει δεκαετίες μέχρι να φτάσει στο οργανωμένο κίνημα συλλογής υπογραφών.
Επομένως όλοι αυτοί οι λεγόμενοι εθνολογικοί χάρτες στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη σλαβοφωνία και όχι στον (οριστικό) εθνικό διαχωρισμό που οριστικοποιείται μόλις το 1870.

Άρα  αυτοί που «θέλουν να ακούσουν» είναι για μεν τις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις (πάλι) εθνικά Βούλγαροι, για δε τις βυζαντινές «σλαβόφωνοι φιλοβούλγαροι» τους οποίους ονομάζω «Βουλγαρομάνους» αφού ποτέ στην ιστορία δεν είχαν βουλγαρική συνείδηση.

Αυτοί που «δεν θέλουν» παραμένουν «σλαβόφωνοι Ρωμιοί» που οι ίδιοι αισθάνονται και ονομάζουν τους εαυτούς τους Ρωμιούς-Έλληνες, οι δε πανσλαβιστές τους αποκαλούν «Γραικομάνους».
Αυτό ισχύει και για στις παλιές βουλγαρικές και για στις βυζαντινές μητροπόλεις.

Νομίζω ότι περιέγραψα αρκετά απλά την αντίληψη των πανσλαβιστών.

Εθνολογικός Χάρτης του
 Alexandre Synvet (1877)
Δηλαδή ο διαχωρισμός «Βουλγάρων» και «Φιλοβουλγάρων-Βουλγαρομάνων» και «σλαβόφωνων Ρωμιών-Γραικομάνων» βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο αν θέλουν βουλγαρική Θ. Λειτουργία.

 Ο όρος Γραικομάνοι συναντάται στους εθνολογικούς χάρτες στα τέλη του 19ου αιώνα και ως «Greco-Bulgaren» όπως για παράδειγμα του Γάλλου γεωγράφου Alexandre Synvet (την οποία παραθέτω δίπλα) και Karl Sax Αυστροουγγρικού Προξένου, στην Ανδριανούπολη, και οι δύο χάρτες του 1877.

Ο Χάρτης του Synvet αποδίδει καλύτερα την κατάσταση της εποχής εκείνης που προσδιοριζόταν από την συνεχή μεταβολή των σλαβόφωνων Μακεδόνων.
Έχουμε δηλαδή εξέλιξη στους εθνολογικούς

χάρτες οι οποίοι διορθώνουν την εσφαλμένη απόδοση του ¨εθνολογικού¨ χάρτη του  Šafárik ο  οποίος παρουσίαζε όλους τους σλαβόφωνους Ρωμιούς ως Σλάβους και ακόμη χειρότερα ως Βουλγάρους, πράγμα ψευδές και ανιστόρητο.

Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι πρώτοι εθνολογικοί πίνακες αποτυπώνοντας τους σλαβόφωνους ως εθνικά Βούλγαρους και οι επόμενοι διορθώνοντας την πραγματική κατάσταση δημιουργούν μια λανθασμένη εικόνα για την μεταβολή.

Γιατί κάποιος βλέποντας τους χάρτες των
Šafárik(1842),
Boue(1847), 
Lejean (1861),
Mackensie&Irby (1867),
Erben (1868),
Elisée Reclus (1876)
Εθνολογικός Χάρτης του Προξένου
της Αυστροουγγαρίας στην Αδριανούπολη
 Carl Sax (1877)
και τους μετέπειτα βελτιωμένους όπου οι μικτές περιοχές παρουσιάζονται με διαφορετικό χρωματισμό όπως του
Kiepert (1876),
Synvet (1877),
Sax (1877)
καταλαβαίνει και αντιλαμβάνεται ότι έχει επέλθει σημαντική αλλαγή στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας.
Όμως η αντιπαράθεση των χαρτών θα έβγαζε το λανθασμένο συμπέρασμα ότι από μια κατάσταση κατά την οποία όλοι οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας είναι σλάβοι μεταβαίνουμε σε μια μικτή Βουλγαρομάνων και Γραικομάνων.

Εδώ έχει σημασία να καταγράψουμε ποια είναι η μακρόχρονη υφιστάμενη κατάσταση και ποια είναι η αλλαγή.

Αυτό το κομμάτι στη Μακεδονία που περιγράφουν όλοι οι χάρτες ως το 1876 και χαρακτηρίζουν ως Βουλγαρικό είναι αποκλειστικά χριστιανικό Ρωμαίικο.

Δηλαδή,
όλοι οι ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι και βλαχόφωνοι πριν την πρώτη χαρτογράφηση του 1842 ήταν όλοι Ρωμιοί.
Με την εμφάνιση της πανσλαβικής προπαγάνδας έχουμε στην αρχή, στις αρχές του 19ου αιώνα μια αλλαγή της εθνικής συνείδησης από καθαρά ρωμαίικης προοδευτικά στη νέα βουλγαρική συνείδηση.

Η κατάσταση αποκρυσταλλώνεται μετά το 1870, δηλαδή με την εγκαθίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία οπότε στα κομμάτια της σλαβόφωνης Μακεδονίας γίνεται ο διαχωρισμός σε Γραικομάνους και Βουλγαρομάνους.
Με απλά λόγια, πριν την εμφάνιση της πανσλαβικής ιδέας ήταν όλοι οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι (κατά την ορολογία των πανλαβιστών) ή καλύτερα χριστιανοί Ρωμιοί.

Σήμερα περιγράφουν μερικοί ¨επιτήδειοι¨ ότι την περίοδο αυτή, δηλαδή της πανσλαβικής διείσδυσης στη Μακεδονία
«άλλοι έγιναν Γραικομάνοι και άλλοι Βουλγαρομάνοι».

Ενώ η σωστή θέση είναι, όπως είπαμε επανειλημμένως ότι για αιώνες ήταν όλοι Ρωμιοί και μετά τις αρχές του 19ου αιώνα μερικοί υποκύπτοντες στην πανσλαβική προπαγάνδα του «να ακούσω τη θεία Λειτουργία στα βουλγαρικά» αλλάζουν και από Ρωμιοί γίνονται Βούλγαροι, ενώ αυτοί που «δεν θέλουν» παραμένουν Ρωμιοί.

Επομένως η αφύπνιση της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στη Μακεδονία επιφέρει αλλαγή στην αποτύπωση των εθνολογικών χαρτών και επειδή δεν υπάρχουν ποσοτικά στοιχεία παριστάνεται με ραβδώσεις δηλώνοντας έτσι την μεταβλητότητα της σύνθεσης του πληθυσμού, των Γραικομάνων και των Βουλγαρομάνων δηλαδή.

Οι Γραικομάνοι είναι η αχίλλειος φτέρνα του πανσλαβισμού.

Και εξηγούμαι.
ΟΙ Γραικομάνοι είναι κατά τους πανσλαβιστές οι Σλάβοι-«Βούλγαροι» που δεν θέλουν να ακούσουν την θεία Λειτουργία στα «βουλγαρικά» και παραμένουν στην ελληνική εκκλησιαστική παράδοση.

Επομένως δεν είναι Βούλγαροι αν και μιλούν «βουλγαρικά».

Χάρτης του Safarik με την ονομασία Εθνολογικός.
 Στην ουσία είναι γλωσσικός.
Αποτυπώνει την ελληνόφωνη και σλαβόφωνη Μακεδονία.
Σλαβόφωνοι όμως είναι και
οι Γραικομάνοι που έχουν ελληνική συνείδηση.
Στον χάρτη φαίνονται ως 
Βούλγαροι.
Από την άλλη όμως δεν χαρακτηρίζονται «σκέτο» Έλληνες- Γκρσκι γιατί διεκδικούνται με την προσδοκία να γίνουν κάποτε Βούλγαροι, τους θεωρούν ακόμη και σήμερα ως «εν δυνάμει» Βούλγαρους.

Ιστορικά «Βούλγαροι» δεν ήταν ποτέ και αναφέρομαι πάντα μόνο στους σλαβόφωνους των βυζαντινών μητροπόλεων!

Τι είναι αυτό όμως που διαχωρίζει και ξεχωρίζει τον Γραικομάνο από τον Βούλγαρομάνο;
ΤΙΠΟΤΕ!
Η μόνη διαφορά του Γραικομάνου από τον Βούλγαρομάνο είναι ότι ο ένας αποφάσισε ότι θέλει να ακούσει την Θ. Λειτουργία στα σλαβικά και ο άλλος όχι!
Αυτή είναι η μόνη διαφορά,
ούτε γλώσσα,
ούτε πολιτισμός,
ούτε θρησκεία,
απολύτως τίποτε.

Μόνο η επιθυμία για το άκουσμα ή όχι της θείας λειτουργίας.

Τι ξεχωρίζει όμως τον Βουλγαρομάνο των βυζαντινών μητροπόλεων από τον Βούλγαρο των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων;
ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ!
Εξήγησα πιο πάνω της διαχρονικές διαφορές μεταξύ παλιών βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων.

Τι τους ενώνει;
Μόνο η επιθυμία για το άκουσμα της θείας λειτουργίας στα «βουλγαρικά», δηλαδή η επιθυμία των πανσλαβιστών.
Ούτε η γλώσσα, ούτε ο πολιτισμός,  ούτε η ιστορική παράδοση!.

«Να ακούσω την λειτουργία στα σλαβικά» θεωρώ ότι ήταν το τέχνασμα, ο Δούρειος Ίππος  του πανσλαβισμού για να αλλοιώσει την ιστορία της Μακεδονίας.

Οι πανσλαβιστές στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις με αυτό το σύνθημα ήθελαν την αναγέννηση της παλιάς βουλγαρικής εκκλησιαστικής παράδοσης.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα του οποίου το μέγεθος δεν ήταν εμφανές από την αρχή, η λεγόμενη «βουλγαρική» γλώσσα.

Η παλαιοσλαβονική γλώσσα παρόλο που διδασκόταν στα εκκλησιαστικά σχολεία των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων ήταν άγνωστη στο θρησκευόμενο λαό.
Απλά δεν καταλάβαιναν την εκκλησιαστική γλώσσα που στους αιώνες της Τουρκοκρατίας είχε σβήσει.

Από την άλλη η παλαιοσλαβονική στις βυζαντινές ήταν παντελώς άγνωστη.

Το σύνθημα με τη γλώσσα ήταν δηλαδή από την αρχή παραπλανητικό.

Ποια ήταν τότε ή περίφημη «βουλγαρική γλώσσα» των πανσλαβιστών που οι διάλεκτοι της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας ήταν κομμάτια αυτής της γλώσσας;

Εκτός από την παλιά γλώσσα του παλιού βουλγαρικού κράτους την παλαιοβουλγαρική-σλαβοβουλγαρική δεν υπήρχε καμιά άλλη γλώσσα.
Επομένως η βουλγαρική γλώσσα στην οποία αναφέρονται οι πανσλαβιστές είναι ένα κατασκεύασμα, μια άλλη πλάνη, στηρίζονταν δηλαδή σε μια γλώσσα που δεν υπήρχε.

Η γενική χρήση του όρου «βουλγαρική»
περιλάμβανε όλες
τις ελληνοσλαβικές και σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους,
αλλά δεν υπήρχε καμμιά συγκεκριμένη γλώσσα.

Σαφώς υπάρχουν οι σλαβοβουλγαρικές διάλεκτοι οι οποίες διατηρούν την κυριλλική γραφή, όπως και οι ελληνοσλαβικές με ελληνική γραφή.

Και όπως ανέφερα κατά κόρον, τους συνδέει μόνο η κοινή προσλαβική- Proto-Slavic που συνδέει όλες τις σλαβικές γλώσσες.
Δεν υπάρχει βουλγαρική γλώσσα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οπότε η Εξαρχία για να βάλει ένα τέλος στην Βαβέλ των διαλέκτων όρισε μία, την διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου ως την επίσημη βουλγαρική.

Από κει και πέρα η επίσημη «βουλγαρική γλώσσα» είναι αυτή η διάλεκτος.
Μόνο από τα μέσα το 19ου αιώνα έχουμε πράγματι βουλγαρική γλώσσα!

Μια απόδειξη για το γλωσσικό χάος των ελληνοσλαβικών και σλαβοβουλγαρικών διαλέκτων αποτελεί και η Μετάφραση του Ευαγγελίου η οποία ξεκίνησε το 1820 από τον μοναχό Θεοδώσιο στο Bistritsa της Ρουμανίας και ολοκληρώθηκε το 1823 σε μια σλαβοβουλγαρική διάλεκτο που όταν τυπώθηκε το 1835 στη Αγία Πετρούπολη δεν μπορούσε να το διαβάσει κανείς γιατί η διάλεκτος όπως αναφέρεται δεν ήταν «ούτε σλαβική ούτε βουλγαρική».
Την επόμενη προσπάθεια έκανε το 1835 ο Neofit Rilski στη ελληνοσλαβική διάλεκτο της περιοχής Νευροκοπίου αλλά με κυριλλικούς χαρακτήρες και ολοκληρώθηκε το 1838.

Αλλά και αυτή η γλώσσα δεν ήταν κατανοητή από πολλούς και του ζητήθηκε να επεξεργασθεί και να διορθώσει την μετάφραση, πράγμα που δεν έκανε ο Rilski. Έτσι δόθηκε στον Petko Rachov Slaveykov το 1862 ο οποίος την ολοκλήρωσε για να μη πολυλογώ τον Ιούνιο του 1871!
Από αυτό καταλαβαίνεται φίλοι μου τη γλωσσική σύγχυση που επικρατούσε την εποχή εκείνη.
Αν υπήρχε πραγματικά ΜΙΑ βουλγαρική γλώσσα όπως ήθελαν οι πανσλαβιστές, γιατί δεν μεταφράστηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα;

Επομένως το πανσλαβικό ψευτοεπιχείρημα με την θεία λειτουργία ήταν από την αρχή ψευδές και παραπλανητικό.
Όμως πάνω σε αυτό αποκλειστικά και μόνο έγινε ο διαχωρισμός σε σλαβόφωνους Γραικομάνους και σλαβόφωνους Βουλγαρομάνους και Βουλγάρους!.
Είναι δυνατόν να εξαρτάται η εθνικότητα για το ποιος είναι Έλληνας και ποιος Βούλγαρος από αυτό και μόνο;
Και όμως η ιστορία έδειξε ότι είναι.

Το ζητούμενο είναι ότι δεν υπήρχε κάποια ανάγκη και κάποιο πρόβλημα των κατοίκων να ακούσει την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά,
είναι ένα τέχνασμα το οποίο εφηύραν οι πανσλαβιστές εκτός Μακεδονίας και Βουλγαρίας και αναζητήθηκαν πράκτορες που θα το προωθήσουν.
Η προσπάθεια των πανσλαβιστών και των ντόπιων Μακεδόνων πρακτόρων ήταν η συλλογή υπογραφών αυτών που θέλουν σλαβική Θ. Λειτουργία, ειδικά μετά το 1870 όταν εδραιώθηκε η βουλγαρική Εξαρχία.

Κατά την θεωρία του πανσλαβισμού οι Γραικομάνοι δεν είναι εθνότητα ξεχωριστή.
Αυτό είναι μια αντίφαση, γιατί η θεωρία τους στηρίζεται στο ότι όποιος μιλάει βουλγαρικά είναι Βούλγαρος,
ενώ οι Γραικομάνοι παρόλο που μιλούν βουλγαρικά έχουν ελληνική συνείδηση!

Στους χάρτες του Safarik αλλά και των μεταγενέστερων όταν χρωματίζονται οι περιοχές που κατοικούν Σλάβοι-Βούλγαροι συνυπολογίζονται και οι Γραικομάνοι.

Αυτό είναι δεδομένο, αλλά γεννάται το εξής ερώτημα.

Πως θα γίνει η ομογενειοποίηση των Βουλγαρομάνων των βυζαντινών μητροπόλεων με ρωμαίικο παρελθόν και των Βουλγάρων των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων;

Η γλώσσα που μιλάει κάθε ομάδα είναι διαφορετική, οι Βούλγαροι σλαβοβουλγαρική και οι Βουλγαρομάνοι ελληνοσλαβική!

Η απάντηση είναι ο «εκβουλγαρισμός» των σλαβόφωνων Ρωμιών μέσω της εκκλησίας και της νέας βουλγαρικής παιδείας η οποία εμφανίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα.

ΣΤ. 3.2. Ο εκβουλγαρισμός των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων

Δεν θα σταθώ πολύ στην δράση των πανσλαβιστών στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις.

Στις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας υπάρχουν μικτοί πληθυσμοί, σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι κλπ, καμία μητρόπολη δεν έχει αμιγώς σλαβόφωνους ενώ αμιγώς ελληνόφωνες μητροπόλεις στη Θρακομακεδονία υπάρχουν πολλές.

Στις παλιές βουλγαρικές το να ακούσουν την παλιοβουλγαρική θεία Λειτουργία ίσως να ήταν μια ιστορική δικαίωση, μια επιστροφή στα παλιά.
Εδώ ο διαχωρισμός σε Έλληνες, Γραικομάνους και Βουλγάρους είναι σαφής και η προσπάθεια μάλιστα της συλλογής των δημοτικών τραγουδιών ξεκίνησε πιο μπροστά από το πρώτο πανσλαβικό συνέδριο το 1842.

Αυτός που πρωτοστάτησε ήταν ο Ουκρανός πανσλαβιστής ανατολικού τύπου Yuriy Ivanovich Venelin (1802-1839).

Με τις περιοδείες του o Venelin στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις συναντά πολλούς σλαβόφωνους Ρωμιούς διανοούμενους που τους κερδίζει για την ιδέα της Βουλγαρικής Αναγέννησης.
Ο Venelin θα «ανακαλύψει» τους άγνωστους μέχρι τότε Βουλγάρους από τον διάσημο Σέρβο μεταρρυθμιστή Vuk Stefanović Karadžić (1787-1864) και θα γράψει το 1829 το έργο του «Αρχαίοι και σημερινοί Βούλγαροι» (Hayer, σελ. 165).
Ενδιαφέρον έχει την εποχή αυτή, δηλαδή αρχές του 19ου που οι Ρώσοι ανακαλύπτουν τους Βουλγάρους, η ενόχληση των Σέρβων που μέχρι τότε είχαν την εύνοια των Ρώσων.

Έτσι ο Σέρβος λόγιος ο Spiridon Gopčević (1855-1936) θα γράψει για την περίοδο αυτή αλλά πολύ περισσότερο μετά την εκδήλωση της ρωσικής «Σλαβοφιλίας»( κίνημα των Ρώσσων λογίων από το 1820-1860 ότι «οι Ρώσσοι προσπαθούν αν ανακαλύψουν Βουλγάρους, εκεί που δεν υπάρχουν» (‚Sie bemühten sich, überall dort Bulgaren zu erfinden, wo es keine gibt‘, Hayer, σελ. 146)

Από τους πρώτους που κέρδισε ο Venelin για την βουλγαρική υπόθεση ήταν ο Vasil Evstatiev Aprilov (1789-1847) φανατικός φιλέλληνας έμπορος της Οδησσού.
Τον έπεισε να απαρνηθεί την ελληνική ιδέα και να στρέψει την προσοχή του στην αναγέννηση του Βουλγαρικού λαού.
O Aprilov θα γίνει διώκτης του ελληνισμού, το 1835 δε ιδρύει με τον επίσης έμπορο Nikola Steph. Palausow (1776–1853) και τον ιερωμένο Neofit Rilski (1793-1881) το πρώτο βουλγαρικό σχολείο της νεότερης ιστορίας της Βουλγαρίας και συγκεκριμένα στην γενέτειρα του, στο Gabrowo της Μοισίας

Κάτι που είναι πολύ σημαντικό και να το αναφέρω για να φανεί περισσότερο ο διαχωρισμός και η διαφορά των παλιών βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων είναι η έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα των Βουλγάρων που οργανώνεται και διεξάγεται μόνο στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις δηλαδή στην Μοισία.

Πρωτοστάτης σε αυτό τον αγώνα είναι ο ελληνοδιδάσκαλος Georgi Stoykov Rakovski (1821–1867) από το Kotel της κεντρικής Βουλγαρίας ο οποίος είναι ο πρώτος λόγιος που επιδιώκει τον ένοπλο αγώνα ενάντια στους Οθωμανούς.
Ο Rakovski περνά μια πολυτάραχη ζωή, καταδικάζεται σε θάνατο στο Βουκουρέστι, αλλά λόγω της ελληνικής του υπηκοότητας γλυτώνει και φυγαδεύεται στη Μασσαλία όπου σπουδάζοντας και μελετώντας τους Γάλλους επαναστάτες καταστρώνει το σχέδιο του για την Αναγέννηση της Βουλγαρίας κατά το πρότυπο της Γαλλικής επανάστασης.
Επανερχόμενος στη τουρκοκρατούμενη Βουλγαρία αναπτύσσει έντονη επαναστατική δραστηριότητα.

Το 1840 μαζί με τον Ilarion Makariopolski(1812–1875) δημιουργεί στην Αθήνα την «Σλαβοβουλγαρική Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» (Славянобългарско ученолюбиво дружество).
Το 1854 δημιουργεί την πρώτη ένοπλη ομάδα-Τσέτα και ονομάζει τους μέλη της Κομιτατζήδες.

Ο Rakovski βρίσκεται το 1861 στο Βελιγράδι, είναι ήδη πράκτορας των πανσλαβιστών, (Friedrich Hayer, σελ. 275και δημιουργεί το 1862 την πρώτη βουλγαρική λεγεώνα
First Bulgarian Legion(Първата българска легия) η οποία μπορεί να μη είχε επιτυχίες και να διαλύθηκε σύντομα, όμως στρατολογήθηκαν λόγιοι οι οποίοι θα συνεχίσουν το επαναστατικό έργο στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις.

Θεωρώ ότι Rakovski είναι ο δημιουργός της φιλοσοφίας και του πυρήνα όλων των επόμενων Κομιτατζήδικων οργανώσεων :

Η σημαία της Εξέγερσης του Απριλίου 1876
-        Bulgarian Secret Central Committee (Таен централен български комитет) το 1866 στο Βουκουρέστι (αν και ο ίδιος ο Rakovski διαφωνούσε με τον τρόπο ίδρυσής) .

-        Bulgarian Revolutionary Central Committee (Български революционен централен комитет) το 1869 στο Βουκουρέστι.

-        Internal Revolutionary Organisation (Вътрешна революционна организация) το 1870 στο Λόβετς της βορειοκεντρικής Βουλγαρίας.
Η τελευταία δημιουργία του Vasil Levski(1837-1873) θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στην εξέγερση του Απριλίου 1876 που θα γίνει στη κεντρική Βουλγαρία και αποτέλεσμα της οποίας είναι ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος του 1876 ο οποίος με την σειρά του είχε ως αποτέλεσμα την αυτονόμηση του πριγκιπάτου της Βουλγαρίας την 3 Μαρτίου του 1878 με την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.

Αυτές οι οργανώσεις και οι ενέργειες αφορούσαν όλες μόνο τις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις και μόνο τον χώρο της παλιάς Βουλγαρίας-Μοισίας.

ΣΤ. 3.3. Ο εκβουλγαρισμός των βυζαντινών μητροπόλεων

Ο στόχος του πανσλαβισμού ήταν η δημιουργία ενός σλαβικού κράτους-έθνους που θα περιέκλειε όλους τους σλαβόφωνους των ελληνικών και των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων, όπως ανέφερα ποιο πάνω, η ομογενοποίηση των σλαβόφωνων σε μια νέα βουλγαρική εθνότητα.

Ο χάρτης του Safarik ήταν ενδεικτικός.

Το ζητούμενο ήταν
να συνδεθεί η ελληνοσλαβική γλώσσα
με το κατοχικό παρελθόν
της πρώτης και δεύτερης βουλγαρικής ηγεμονίας στη Μακεδονία
τον 9οκαι 10ο και 11ο αιώνα.

Αυτή είναι μια υπόθεση που επικαλούνται και υποστηρίζουν ακόμη και σήμερα οι συνεχιστές της πανσλαβικής ιδέας και της βουλγαρικής αλυτρωτικής πολιτικής της «Μεγάλης Βουλγαρίας».

Αλλά και εγχώριοι υποστηρικτές του «μακεδονισμού» που αρέσκονται με αναφορές σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα στους Βογομίλους και τις βουλγαρικής κατοχής του Συμεών και του Σαμουήλ, ως δική τους ιστορίας.

Θέλουν να παρουσιάζεται η κατοχή της Μακεδονίας από την πρώτη και δεύτερη βουλγαρική ηγεμονία ως δική τους ιστορίας.

Δηλαδή,
επιχειρείται να παραποιηθεί, να πλαστογραφηθεί η ιστορική αλήθεια των εθνικά Ρωμαίων σλαβόφωνων των σλαβηνιών υπερτιμώντας την ολιγόχρονη βουλγαρική κατοχή
και λόγω της συγγένειας της ελληνοσλαβικής με την σλαβοβουλγαρική γλώσσα
να παρουσιαστούν ως ίδιες
και οι πρώτοι Σλάβοι των σλαβηνιών να βαπτιστούν από τους πανσλαβιστές ως Βούλγαροι.
Οπότε οι απόγονοι των πρώτων Σλάβων του 7ου αιώνα μετά από 12 αιώνες περίπου, αφού μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε την ευρεία διάδοση της πανσλαβικής ιδέας, στην ουσία μετά από 50 γενεές (αν κάθε γενεά υπολογισθεί στα 25-30 χρόνια, στην εκατονταετία έχουμε 4 γενεές) να θεωρηθούν οι σλαβόφωνοι των Σλαβηνιών ότι είνάι Βούλγαροι και υπερήφανοι ειδικά για τους Τσάρους Σαμουήλ και Συμεών.

Από αυτά που ανέφερα πιο πάνω για  
την εγκατάσταση των Σλάβων των σλαβηνιών,
την ανάμειξη με τους ντόπιους Ρωμιούς και
την εγκατάσταση μεταγενέστερα των Σερμησιάνων και
την αναμφισβήτητη ύπαρξη των αμφίμικτων χωριών ,
σε συνδυασμό με την πλήρη αποσλαβοποίηση
την ενσωμάτωση στην ελληνορθόδοξη παράδοση 

και την για 50 γενεές συνεχή υπαγωγή στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης
δεν αφήνει κανένα περιθώριο να μιλάμε για Σλάβους στη Μακεδονία.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι είναι βιολογικά απόγονος των πρώτων Σλάβων του 7ου μ.Χ. αιώνα (μετά δεν είχαμε εμπλουτισμό από άλλα σλαβικά φύλα).
Να το δεχθούμε.
Αλλά μόνο αυτός, γιατί εκατοντάδες χιλιάδες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας στο παρελθόν και σήμερα δεν μπορεί όλοι να είναι βιολογικά απόγονοι αποκλειστικά των πρώτων σλάβων.

Αλλά πρέπει και αυτός που πιστεύει ότι είναι Σλάβος της Μακεδονίας να δεχθεί ότι η παράδοση των προγόνων του των 50 γενεών δηλαδή, δεν έχει καμία σχέση με σλαβικό πολιτισμό
και ότι από τον εκχριστιανισμό του 9ου αιώνα μέχρι σήμερα ανελλιπώς είναι ελληνική.

Πόσο Σλάβος μπορεί λοιπόν να αισθάνεται ένας σλαβόφωνος Ρωμιός;

Η επιδίωξη του πανσλαβισμού ήταν να θεωρούνται οι σλαβόφωνοι ως απόγονοι των Σλάβων, οπότε με τον υπάρχοντα και από όλους αποδεκτό χαρακτηρισμό της γλώσσας ως «βουλγαρικής» η ταυτοποίηση θα φαινόταν εύκολη υπόθεση, αν δεν υπήρχαν οι «καταραμένοι» Γραικομάνοι.

Δηλαδή με άλλα λόγια κατάφεραν οι πανσλαβιστές να πείσουν το αμόρφωτο ποίμνιο των βουλγαρικών και βυζαντινών μητροπόλεων ότι υπάρχει ταύτιση γλώσσας και εθνικής συνείδησης.
Επομένως όποιος μιλάει τα «βουλγαρικά» είναι Βούλγαρος.
Βέβαια αυτό προς τα τέλη του 19ου αιώνα άλλαξε και τα «βουλγαρικά» της Μακεδονίας έγιναν ξαφνικά «μακεδονικά» και επομένως όποιος μιλάει «μακεδονικά» είναι «εθνικά Μακεδόνας».

Οπότε τι ποιο φυσικό να ζητήσει κανείς να ακούσει την θεία λειτουργία στα «βουλγαρικά», αφού αυτή ήταν η «μητρική» του γλώσσα.

Αυτό από την μία πλευρά, από την άλλη όμως θα έπρεπε να έρθει
η ρήξη με την υφιστάμενη κατάσταση.
Δηλαδή με το «κατεστημένο» ελληνικό καθεστώς της εποχής,
το εκκλησιαστικό που ήταν το ελληνικό Πατριαρχείο και
το οικονομικό κατεστημένο, οι Φαναριώτες.

Η ρήξη θα έρθει με την καλλιέργεια μίσους απέναντι στο ελληνικό Πατριαρχείο και στους Φαναριώτες και θα ζητηθεί η απόσχιση από την ελληνορθόδοξη παράδοση.

ΣΤ.3.4. Ο κατασκευασμένος εχθρός: ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ

 Προτού αναφερθώ στου Φαναριώτες θα ήθελα να κάνω μια μικρή αναφορά στο οικονομικό σύστημα κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και να δούμε λίγο την σωματειακή οργάνωση των υπόδουλων Ρωμιών.
Θα δανειστώ από την εκπληκτική εργασία της Αγγελικής Χατζημιχάλη «Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: Οι συντεχνίες - Τα ισνάφια» ορισμένα επιλεγμένα τμήματα που θα φωτίσουν λίγο την άγνοια μας πάνω στο θέμα αυτό.
Στόχος είναι να φανεί η πραγματική διάσταση της υποτιθέμενης μονοπωλιακής δύναμης των Φαναριωτών και η λίγο ή πολύ άγνωστη δύναμη των ρωμαίικων συντεχνιών ή ισναφίων-εσναφίων όπως ονομάζονται στην Τουρκοκρατούνη Ρωμανία.
  
«….Αμέσως μετά την τουρκική κατάληψη της Αδριανούπολης (1361), οι Έλληνες επαγγελματίες και έμποροι αρχίζουν τη δράση τους. Σφιχτοδένονται ακόμη περισσότερο σωματειακά σχηματίζοντας έτσι και πυρήνες για αντίσταση.
Οι σκληρές ανάγκες που γεννάει η δουλεία αναγκάζουν ολόκληρο τον ελληνικό λαό να οργανωθεί σε οικονομικές αυτονομίες και σιγά σιγά σε διοικητικές και πολιτικές έτσι που να αντιστέκεται δυναμικά στον κατακτητή. Δημιουργείται διοικητικό σύστημα με την κοινότητα, που τα περισσότερά της μέλη είναι βγαλμένα μέσα από τα ισνάφια και που με τον καιρό ανεβαίνει στα πιο συνθετικά σκαλοπάτια χάρις στην παντοδυναμία που αποκτούν με τα χρόνια τα Πατριαρχεία ακτινοβολώντας τα προνόμιά τους σε όλο τον ελληνισμό.

Η κοινότητα και οι συντεχνίες διαδραματίζουν σπουδαιότατο ρόλο από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πετυχαίνουν να καταδυναστεύεται όσο γίνεται λιγότερο, ο ελληνικός λαός, που γερά οργανωμένος διατηρεί την εθνική του συνοχή. Μονάχες τους οι συντεχνίες διαλέγουν τώρα πια τη διοίκησή τους, που τυπικά την επικυρώνει ο τούρκος Μουφτής ή Κατής. Οι Πρόεδροί τους οι πρωτομαστόροι, που κρατούν την οικονομική υπόσταση του ελληνισμού, δεν διορίζονται από τον αυτοκράτορα ή τον έπαρχο, παρά εκλέγονται από το λαό. Είναι οι αντιπρόσωποί του σε όλες τις περιπτώσεις, οι βεκίληδες, καθώς και οι μεσάζοντες μεταξύ των αφεντάδων Τούρκων και των ραγιάδων Ελλήνων.

¨Οι συντεχνίες, τα ισνάφια, της Πόλης, γράφει ο Μ. Γεδεών πολυπληθεστάτους εργάτας έχουσαι εκ πασών των επαρχιών της τουρκικής αυτοκρατορίας, επιστεύοντο κατά συγκατάθεσιν και επίνευσιν της τουρκικής κυβερνήσεως, υπ’ αυτής, και υπό του «ευσεβούς ημών Γένους» αντιπρόσωποι νόμιμοι του υπό τους σουλτάνους ορθοδόξου έθνους των ρωμαίων... εθεωρούντο ως μεγάλη βουλή, διά το ευσεβές ελληνικόν γένος¨...…..
Κάθε συντεχνία είχε στην πολιτεία της το μονοπώλιο για το ιδιαίτερό της επάγγελμα, όπως και στα βυζαντινά χρόνια. Αλλά και το κάθε επάγγελμα είχε και διάφορους κλάδους ειδικότητας που η κάθε μια αποτελούσε ιδιαίτερη συντεχνία. Το ίδιο, όπως και στο Βυζάντιο, έτσι και στην τουρκοκρατία μια μεγάλη συντεχνία απαρτιζόταν από ιδιαίτερες ειδικότητες, είχε δηλ. διάφορες υποδιαιρέσεις και διαχωρισμούς, μικρότερα ισνάφια, που και πάλι όλα μαζί σχημάτιζαν ένα μεγάλο.
Το ισνάφι π.χ. των χρυσοχών διακρινόταν στην Πόλη σε εικοσιπέντε ειδικότητες, χρυσικούς, που είχαν ειδικευθεί σε μια ορισμένη τεχνική της χρυσοχοϊκής ή ασημουργίας και σε όσους είχαν συναφή επαγγέλματα…..

Η Ελλάδα είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας.
Τα μεγάλα ισνάφια ανθίζουν κυρίως στις πόλεις που ήταν όχι μόνο διοικητικά αλλά και επαγγελματικά και εμπορικά κέντρα, κόμποι συγκοινωνιών, που διευκολύνουν τους μαστόρους της υπαίθρου να επικοινωνούν με τις πόλεις και όπου μπορούν να συγκεντρώνονται όλα τα βιοτεχνικά προϊόντα της κάθε περιφέρειας κατ’εξοχήν μάλιστα τα προϊόντα της οικιακής ή εργαστηριακής τέχνης που παράγονταν στα χωριά….

Το Καταστατικό του Μελενίκου
(«Σύστημα ή Διαταγαί»)
 ψηφίστηκε από τους Έλληνες πολίτες
του Μελενίκου το 1813,
 ως ένα πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης
και συνοχής καταργώντας
 τις κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις,
κατάλοιπο τις βυζαντινής περιόδου.
 Ελάχιστα είναι τα επαγγέλματα που επιδίδονται οι Τούρκοι, που εξακολουθούσαν πάντοτε να είναι στρατιωτικοί, ή στρατοκρατικοί παράγοντες, ή δημόσιοι υπάλληλοι, ή εισοδηματίες τσιφλικούχοι με μεγάλα κτήματα. Οι Τούρκοι δε μπόρεσαν να ασχοληθούν με τα περισσότερα από τα επιτηδεύματα, το μεγάλο εμπόριο και τις συναλλαγές που ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των Ελλήνων.

 Ολόκληρη λοιπόν σχεδόν η οικονομική της χώρας κατευθυνόταν από τους Έλληνες γιατί οι Τούρκοι περιφρονούσαν κιόλας το εμπόριο και τη χειροτεχνία αφοσιωμένοι το περισσότερο στη γεωργία από καταγωγή και από παράδοση.

…..Στην Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα πόλη της βιοτεχνικότατης Θράκης, που πολλοί συγγραφείς αναφέρουν πως τα εργαστήριά της ήταν πολύ περισσότερα από 6.000-8.000, λειτουργούσαν το 1760, όπως γράφει ο Ι.Σαράφογλου 32 ενσάφια, ενώ άλλοι τα αριθμούν σε 80.
Στη Φιλιππούπολη, όπου σώθηκαν κανονισμοί περίφημοι των μεγάλων ισναφιών των αμπατζήδων (καποτάδων) και των δουλγκέρηδων (χτιστάδων μαστόρων) άκμασαν 25 μεγάλες συντεχνίες. Στο Διδυμότειχο λειτουργούσαν 10, στην Αίνο 17. Γενικά σε όλη τη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, ακόμη και στα νησιά της Προποντίδας και τη Μικρασία, οι τέχνες και το εμπόριον ανθίζουν στα χέρια των Ελλήνων.
Στη Χαλκιδική ανθίζουνε δύο γερές ομοσπονδίες, τα Χάσικα και τα Μαδεμοχώρια, που
διοικούν 360 χωριά και καλοζούν από την εκμετάλλευση του μαντεμιού. Και η Κοινότητα του Άθω, που μολονότι τα μοναστήρια της δεν ήταν όλα ελληνικά, διοικούνταν ωστόσο από ένα κοινό συμβούλιο.

Μια από τις ανώτατες μορφές που έφτασε το συνεταιριστικό σύστημα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ήταν π.χ. το περίφημο Κοινό του Μελενίκου, βυζαντινό εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο από τα μεγαλύτερα της Βαλκανικής. Το κοινό αυτό, που θυμίζει τα συστήματα των Δήμων, βασιζόμενο όχι μόνο στα κοινά συμφέροντα, αλλά και σε βαθύτερες κοινωνικές αρχές, θεμελίωσε ένα καθεστώς πλατιάς φιλανθρωπικής δράσης με την Αδελφότητα που διαχειριζόταν την εκκλησιαστική και σχολική περιουσία.
……
Από το ταμείο των συντεχνιών τον κορβανά, συντηρούσαν γιατρούς, φαρμακεία, βοηθούσαν άρρωστους συντεχνίτες, γέροντες. Είχαν ταμείο προνοίας, για να περιθάλπουν με την ίδια στοργή χριστιανούς, χήρες, ορφανά, Τούρκους, Εβραίους.

Δανείζανε με τόκο μετριότατο ή και άτοκα όσους γίνονταν μαστόροι ,και δεν μπορούσαν να πληρώσουν, τη μαστοριά.
Δίνανε μηνιαία χρηματικά βοηθήματα σε κείνους που δεν είχαν δουλειά, φρόντιζαν όσους ατυχούσαν, προικοδοτούσαν και πάντρευαν κορίτσια, μάζευαν τα έκθετα παιδιά, μεριμνούσαν για τα νόθα, κάνανε κηδείες, μνημόσυνα φτωχών συντεχνιτών τους.
Ελευθερώνανε από τις φυλακές όσους κρατούνταν για χρέη, ή και παραπτώματα, τους προμηθεύανε κατάλληλα ρούχα, τους τρέφανε.
Δίνανε φιλοδωρήματα σε Τούρκους διοικητικούς υπαλλήλους για να εξαγοράζουν τους χριστιανούς που σκλάβωναν οι Τούρκοι. Χτίζανε και συντηρούσαν σχολειά, διόριζαν και πλήρωναν δασκάλους.
 Οικοδομούσαν και διορθώνανε εκκλησιές, νοσοκομεία και κάθε είδος ευαγή καθιδρύματα. Τυπώνανε βιβλία, σπουδάζανε παιδιά, τα στέλνανε σε οικοτροφεία ή υπότροφους σε ανώτερες σχολές και σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη.
Από τους εράνους που κάνανε για κάποια επείγουσα ανάγκη, όπως σε περίπτωση πυρκαϊάς, δίνανε αμέσως την άλλη μέρα στα θύματα οι ταμίες των ισναφιών, χρήματα και μοιράζανε ρούχα, τρόφιμα.

 Η μεγαλύτερη όμως εθνική υπηρεσία των συντεχνιτών παντού σε όλο τον ελληνισμό στάθηκε η ανεκτίμητη προσφορά τους στην εκπαίδευση της νεολαίας, στην ίδρυση και υποστήριξη των σχολείων, στη δωρεάν εκπαίδευση απόρων, στην εκτύπωση βιβλίων.

…. Οι πρωτομαστόροι λοιπόν των ισναφιών φτάσανε σε όλη την Ελλάδα στα ανώτερα αξιώματα τόσο που στην Πόλη είχαν και ψήφο ισχυρή στα πράγματα του εκκλησιαστικού θρόνου. Ήταν όχι μόνο μέλη του Πατριαρχικού δικαστηρίου, αλλ’ είχαν και το δικαίωμα της εκλογής του Πατριάρχη, μαζί με την Ιερά Σύνοδο και τους Φαναριώτες προεστούς.
 Επίσης στη δωδεκαμελή Επιτροπή που εμπιστευόταν ο Πατριάρχης, το ταμείο της Εκκλησίας οι τέσσερεις ήταν αντιπρόσωποι των ισναφιών.
Αλλά και οι γενικές συνελεύσεις που συγκαλούνταν στα πατριαρχεία για τις κοινές υποθέσεις, αποτελούνταν, το περισσότερο, από μέλη των ισναφιών.»

Εδώ κλείνω την αναφορά μου για να δείξω ότι μπορεί οι Φαναριώτες να είχαν την δράση που θα δούμε παρακάτω και η οποία είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια, αλλά δεν ήταν οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για την ανυπαρξία της βουλγαρική μεσαίας τάξης.

ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ

Τον 18ο αιώνα η τύχη ολόκληρου του ορθόδοξου μιλλέτ ήταν στα χέρια των "Φαναριωτών, μια χριστιανική ολιγαρχία - εθνοτική με καταγωγή ελληνική, αλβανική, ιταλικλή - τα μέλη της οποίας κυρίως ως φοροεισπράκτορες, στρατιωτικοί προμηθευτές, έμποροι κατόρθωσαν να γίνουν πλούσιοι.

Έζησαν στην περιοχή "Φανάρι" (τώρα "Φενέρ") της Κωνσταντινούπολης, στο εμπορικό κέντρο του ελληνικού κόσμου στο οποίο από το 1600 εδρεύει και το Ελληνικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο.
Ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Μουρούζης
υποδέχεται Άγγλο Πρέσβη
Οι Φαναριώτες προσπάθησαν εκτός από την οικονομική τους δύναμη να κερδίσουν και πολιτική επιρροή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα το οποίο πέτυχαν, στη συνέχεια, ως Dragomanoi και Hospodars στην Μολδοβλαχία.

Μέσω παροιμιώδους απερίσκεπτης εκμετάλλευσης του αγροτικού κόσμου όλων των τουρκοκρατούμενων Βαλκανίων η οποία γενικά εφαρμόζεται κατά τον 18ο αιώνα, οι Hospodars συσσωρεύσουν τεράστιο πλούτο, τον οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιούν επικερδώς για δανεισμό χρημάτων χρηματοδοτώντας την ορθόδοξη Εκκλησία και ειδικά το ελληνικό Πατριαρχείο.

Το αναγκαίο «δώρο» που έπρεπε να «προσφέρει» ένας νεοεκλεγείς Πατριάρχης στο σουλτάνο, προκειμένου να αποκτήσουν το αναγκαίο πιστοποιητικό επιβεβαίωσης (Berat), τον ενώ τον 16ο αιώνα ανέρχονταν σε 2.000 χρυσά νομίσματα, τον 17ο αιώνα αναρριχήθηκαν στα 100.000 .
Μόνο οι Φαναριώτες ήταν σε θέση να «δανείσουν» τόσο μεγάλα ποσά, με αποτέλεσμα να αποκτούν μεγάλη επιρροή στην Διοίκηση του Πατριαρχείου και ειδικά στην εκλογή επισκόπων.
Υποτίθεται ότι ο Πατριάρχης ο οποίος «δανείστηκε» πολλά για να εκλεγεί θα ζητούσε πολλά και από τους υποψηφίους Μητροπολίτες, όποιοι φυσικά έπρεπε να πληρώσουν. Με αυτό τον τρόπο εκλογής και οι Μητροπολίτες ζητούσαν από τον κατώτατο κλήρο τα αντίστοιχα.

Αυτό σήμαινε ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της Βαλκανικής Χερσονήσου είχε μερικές φορές να πληρώσει έως και 19 διαφορετικών φόρων στην εκκλησία, των οποίων το συνολικό ύψος ξεπερνούσε τους φόρους προς το οθωμανικό κράτος.

Τους φόρους αυτούς του πλήρωναν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί του Rum milliet.
Η αισχροκέρδεια των Φαναριωτών είναι μια ιστορική πραγματικότητα

Αυτό λοιπόν χρησιμοποιήθηκε έντεχνα από τους πανσλαβιστές ως προπαγανδιστικό στοιχείο, δηλαδή το ότι «οι φτωχοί Βούλγαροι εκμεταλλεύονται από τους Έλληνες, Φαναριώτες και το Πατριαρχείο».

Το ότι το σύστημα το έλεγχαν οι Φαναριώτες είναι αναμφισβήτητο. Όμως οι Φαναριώτες δεν είχαν εθνικά συναισθήματα, τουναντίον. Ήταν υπάλληλοι του Σουλτάνου και δεν τους συνέφεραν οι επαναστάσεις.
Στην χειρότεροι περίπτωση μόνο οι «αυτονομήσεις» κάτω από την οικονομική σκέπη του Σουλτάνου.
Οι Έλληνες Φαναρίωτες που αναμείχθηκαν στην ελληνική επανάσταση του 1821 έχασαν στην κυριολεξία τα κεφάλαια και τα κεφάλια τους και όλη την ακίνητη περιουσία του.
Επομένως στην περίοδο της Βουλγαρικής Αναγέννησης που ξεκινά αργότερα δεν υπάρχουν «Έλληνες» Φαναριώτες.

Ακριβώς το αντίθετο μάλιστα. Έγραψα παραπάνω για «αυτονομήσεις».

 Alexander Bogoridi
(1822-1910)
Ο Βούλγαρος Φαναριώτης Alexander Bogoridi (1822-1910) από το Kotel, ο οποίος ήταν δισέγγονος του Βούλγαρου Αναγγενηστή Sofroni Vratsa  Επισκόπου της Βράτσα του πρωτεργάτη του «Αγώνα για ανεξάρτητη Βουλγαρική εκκλησία», έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την Αυτονόμηση της Ανατολικής Ρωμυλίας και μετέπειτα την προσάρτησή της στο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, που και τα δύο ήταν Αυτόνομα κράτη μεν αλλά υποτελή στον Σουλτάνο.

Η ελληνικότατη Ανατολική Ρωμυλία χάθηκε χωρίς να πέσει μια ντουφεκιά και η Βουλγαρία διπλασίασε τα εδάφη της χάρη σε διπλωματικές κινήσεις Φαναριωτών. Επομένως δεν ευσταθούσε το επιχείρημα των πανσλαβιστών για την εποχή εκείνη.
Οι Φαναριώτες εν κατακλείδι είχαν μεγάλο συμφέρον από την διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενάντια σε κάθε επαναστατική δραστηριότητα που θα έπληττε την ακεραιότητά της.

ΣΤ.3.5 Η άνοδος της Βουλγαρικής μεσαίας τάξης.

Το μονοπώλιο που είχαν όμως καταργήθηκε ουσιαστικά με την δεύτερη φάση της οικονομικής μεταρρύθμισης tanzimat, τη ονομαζόμενη hatt-i-hümmayun τον Φεβρουάριο του 1856 (Fikret Adanir, ‚Die Makedonische Frage‘, σελ.63)

Σήμερα θα λέγαμε ότι η μεταρρύθμιση ήταν ένα «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων».

Δηλαδή ενώ πριν το 1856 οι Φαναριώτες ήταν οι αποκλειστικοί ρυθμιστές της Οικονομίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, μετά την μεταρρύθμιση έχασαν το έλεγχο και «καθένας» μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά που ήθελε.
Η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί την αναζωπύρωση της Βουλγαρικής Αναγέννησης γιατί Βούλγαροι έμποροι πλέον συνεισφέρουν οικονομικά στην δημιουργία του νέου έθνους αφού δημιουργήθηκε μια βουλγαρική μεσαία τάξη, κάτι που μέχρι τότε δεν υπήρχε.
Μια μεσαία τάξη από την οποία θα επανδρωθεί το νέο κράτος της Βουλγαρίας στις επόμενες δεκαετίες. Καταλαβαίνει κανείς το ενδιαφέρον που υπήρχε από τους νέους Βούλγαρους εμπόρους να ενισχύσουν την πανσλαβική ιδέα για δημιουργία νέου κράτους μακριά από τον ελληνικό έλεγχο.

Επομένως στα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε για τον «φτωχό Βούλγαρο» ο «κακός Έλληνας Φαναριώτης» πλέον, αλλά φρόντισαν οι πανσλαβιστές να μη το γνωρίζει ο απλός Βούλγαρος γιατί η εικόνα του «καταπιεστή Έλληνα» έπρεπε να διατηρηθεί.
Ακόμη και σήμερα από ότι γνωρίζω στη Βουλγαρία υπάρχει ο δυσφημιστικός όρος «Φαναριώτης».

Θα δανειστώ μερικές παραγράφους από τη καταπληκτική εργασία της κυρίας ProfNadia Danova, Καθηγήτριας  του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών της Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών στη Σόφια
«Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΤΠΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ», σελίδα 6. .

«Έτσι στην διαδικασία οικοδόμησης της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας εμφανίζεται ο μύθος σύμφωνα με τον οποίον τα βουλγαρικά μεσαιωνικά έγγραφα καταστράφηκαν από τους Έλληνες μετά την άλωση της από τους Τούρκους, το 1396, με σκοπό να εξελληνισθούν οι Βούλγαροι.

Η διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας των Βουλγάρων απαίτησε να κατασκευασθεί η αρνητική εικόνα του «άλλου» με τον οποίον γίνεται η σύγκριση - υποχρεωτική φάση της διαδικασίας αυτής - για να αποδειχθεί ότι είμαστε οι καλύτεροι.

Στην εθνική αφήγηση δεν έχει θέση μια θετική εικόνα του «άλλου» και, μάλιστα, όταν ο άλλος είναι πιο μπροστά  στην οικονομική του ανάπτυξη και στη διαδικασία διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας.
Αυτά τα στοιχεία της  εθνικής μυθολογίας βρίσκονται στα έργα όλων των αντιπροσώπων της βουλγαρικής ρομαντικής ιστοριογραφίας, όπως και στα σχολικά εγχειρίδια στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.»

Βέβαια η κυρία Danova περιγράφει με απαλά χρώματα την αντιπαλότητα που έστησε ο πανσλαβισμός για την κατασκευή του «κακού Έλληνα» για να επιτύχει την απόσχιση από την ελληνική παιδεία.

Δεν θα επεκταθώ άλλο στο μεγάλο θέμα του ανταγωνισμού της βουλγαρικής και της ελληνικής παιδείας, το οποίο έχει φοβερά μεγάλο ενδιαφέρον.

Αυτό που θα πρέπει όμως να τονίσουμε και που αναφερθήκαμε πιο πάνω είναι ότι
 εδώ στηρίζεται όλο το πανσλαβικό τέχνασμα και η εξαπάτηση,
δηλαδή η προβολή της ανάπτυξης της Αχρίδας επί Αγίου Κλήμεντος της Αχρίδας, μαθητή των Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και  της γνωστής προσφοράς της Σχολής της Αχρίδας στη Βουλγαρική εκκλησιαστική παιδεία.

Η Σχολή της Αχρίδας έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της βουλγαρικής γλώσσας ειδικά στις ημέρες του Αγίου Κλήμεντος και του μαθητή του Ναούμ,
αλλά τόσο όσο διήρκησε η βουλγαρική κατοχή.

Τρία ήταν τότε τα βουλγαρικά κέντρα του βουλγαρικού πολιτισμού το Τάρνοβο, η Πρεσλάβα και η Αχρίδα.
Επομένως για όσους προσπαθούν να βαπτίσουν «μακεδονική» την γλώσσα της Αχρίδας ήταν τόσο «μακεδονική» όσο ήταν η γλώσσα στο Τάρνοβο και στη Πρεσλάβα.

Οι σλαβόφωνοι όμως των σλαβηνιών ήταν μέτοχοι του ελληνικού πολιτισμού και είχαν την ελληνική γραφή.
Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τις δύο βουλγαρικές κατοχές έχουμε συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής παιδείας.

Δεν έμεινε τίποτε στις βυζαντινές μητροπόλεις που να θυμίζει την βουλγαρική παρουσία.

Εκτός αυτών των γραπτών κειμένων που παρήχθησαν κατά την διάρκεια των δύο κατοχών.
Στόχος λοιπόν των πανσλαβιστών είναι να πείσουν τους σλαβόφωνους ότι είναι απόγονοι των Βουλγάρων του 9ου και 10ου αιώνα και ότι η γραφή της γλώσσας τους είναι η παλαιοβουλγαρική-κυριλλική.

Επομένως έπρεπε να βρεθούν αντικείμενα που να αποδεικνύουν την παρουσία των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Αυτά τα κείμενα παρήχθησαν όμως μόνο επί των Βουλγαρικών κατοχών της Μακεδονίας, οι οποίες ήταν συνολικά 98 η πρώτη κατοχή και 45 η δεύτερη, όπως είδαμε.

Στα 143 χρόνια φυσικά και υπήρξαν γραπτά στη παλαιοβουλγαρική γλώσσα τα οποία υπήρχαν στην Αχρίδα και σε ορισμένα μοναστήρια της Μακεδονίας.

Για μεν τις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις είναι εύκολη υπόθεση να πεισθεί ο πληθυσμός ότι έγινε η προσχώρηση στο Rum milliet  και επομένως θέλουν την ανεξαρτησία τους,
Στις ελληνικές μητροπόλεις που ήταν από ιδρύσεως του από τους πρώτους αιώνες τις χιλιετηρίδας ελληνικές και υπήρχε πάντοτε η ελληνορθόδοξος παράδοση τα πράγματα ήταν δύσκολα.

ΣΤ.3.6 Η πανσλαβική δράση στη Μακεδονία. Αυτόφωτοι και ετερόφωτοι Αναγεννηστές.

ΣΤ.3.6.1. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Για να επιτευχθεί η σύνδεση της βουλγαρικής κατοχής με την νέα προς διαμόρφωση βουλγαρική συνείδηση θα έπρεπε
πρώτον
κατά επιταγή των αποφάσεων του πρώτου πανσλαβικού συνεδρίου το 1842 να βρεθούν σλαβικά κείμενα γραπτά
και δεύτερον
να ορισθούν ως βουλγαρικά τα τραγούδια του μακεδονικού σλαβόφωνου πληθυσμού.

Τους πανσλαβιστές ενδιέφερε όπως είπαμε κατά κόρον να συνδεθεί η περίοδος του Τσάρου Σαμουήλ στην Αχρίδα με την αντίληψη ότι  Βούλγαροι κατακτητές  και Σλάβοι των σλαβηνιών ήταν ίδιο έθνος.

Viktor Grigorowitsch
(1815-1876)
Σε μια τέτοια αποστολή ο Ρώσσος Viktor Grigorowitsch (1815-1876) περιοδεύει της βουλγαρικές και βυζαντινές μητροπόλεις το 1844-47 με σκοπό την εύρεση μεσαιωνικών εγγράφων στη Μακεδονία από τις περιόδους της βουλγαρικής κατοχής.

Έτσι επανεκδίδει το «Ευαγγέλιο της Αχρίδας» και τα «Γλαγολιτικά Τετράδια της Μονής Ρίλα» τα οποία είναι μεταφράσεις στην παλαιοσλαβονική των «Παραινέσεων» του Εφραίμ του Σύρου.

Το 1845 είναι φιλοξενούμενος του ηγουμένου της σερραϊκής Μονής Τιμίου Προδόμου Θεοδοσίου Gologanov από το Ταρλίς (σημ. Βαθύτοπος Νευροκοπίου).
Το 1846 όμως συναντάται με ένα ταλαντούχο Μακεδόνα Ρωμιό νέο τον οποίο θα μυήσει στις πανσλαβικές ιδέες και θα τον καταστήσει πρωτοπόρο του εκβουλγαρισμού στη Δυτική Μακεδονία, τον Dimitar Miladinov.

Η περίπτωση Miladinov- Μηλαδύνη.
Dimitar Miladinov (1810-1862)
Πρώτος λοιπόν στη Δυτική Μακεδονία είναι ο Miladinov, Dimitar(1810-1862) ο οποίος με τους αδελφούς του Naum(1817-1897) και Konstantin(1830-1862) συλλέγει καθ’ υπόδειξη του Grigorowitsch δημοτικά τραγούδια της ελληνοσλαβικής γλώσσας τα οποία γράφει με κυριλλικούς χαρακτήρες και εκδίδεται έτσι η συλλογή «Βουλγαρικά Δημοτικά τραγούδια της Μακεδονίας» το 1861.

Ο «Δημήτριος Μηλαδύνης, ελληνοδιδάσκαλος εν Αχρίδι» όπως ο ίδιος υπογράφει είχε άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, γνωστός διδάσκαλος από το 1830 σε όλες τις πόλεις και χωριά του Μοναστηριού, προτού καν υποψιαστεί ότι υπάρχει βουλγαρικό έθνος.
Καθοριστικής σημασίας για την ζωή του αλλά και για το Μακεδονικό ζήτημα είναι η συνάντησή του με τον Grigorowitsch στην Αχρίδα το 1845 τον οποίο βοηθά στην έρευνά του για την επανέκδοση του  «Ευαγγελίου της Αχρίδας».

Η ιδιόχειρη επιστολή του Miladinov στον Grigorowitsch
Στις 25 Φεβρουαρίου 1846 αναφέρει την υποταγή του στις διαταγές του Grigorowitsch και την πρόοδο των εντολών που πήρε από αυτόν. Εδώ ήδη στην πρώτη παράγραφο καταλαβαίνει κανείς την απάτη των πανσλαβιστών που στάθηκε η αιτία της απόσχισης από το Πατριαρχείο.
Αυτό στην ουσία είναι το επιχείρημα με το οποίο μεταστρέφουν τους Μακεδόνες λόγιους εκείνης της εποχής μέχρι το Ιλλιντεν το 1903.
Δηλαδή ξεκινώντας από την υπόθεση ότι αυτά τα «βουλγαρικά» που μιλούν είναι μέρος της βουλγαρικής γλώσσας, επομένως και οι ομιλούντες είναι Βούλγαροι και κομμάτι ενός βουλγαρικού έθνους.
Γράφει λοιπόν ο Μηλαδύνης:

«Εν τοσούτω αι προσπάθειαί μου περί της Βουλγαρικής μας διαλέκτου και των βουλγαρικών τραγουδιών είναι, κατά την παραγγελίαν σας είναι ανυπέρβλητοι».
Η ίδια επιστολή δακτυλογραφημένη
Παρόλα ταύτα παρακαλεί στο τέλος τον Grigorowitsch «περιμένων άμεσον απάντησιν σας εις ελληνικήν γλώσσα..». Σε άπταιστα ελληνικά είναι και όλες οι επιστολές του Μηλαδύνη προς φίλους και συνεργάτες, γραμμένα με ένα ύφος και έναν πλούτο έκφρασης που σήμερα σπάνια συναντούμε σε Έλληνες λογίους.

 Μάλιστα στις 29 Αυγούστου 1852 σε επιστολή του προς τον εξέχοντα Βούλγαρο Alexandar Stoilow (1810-1891) ο οποίος έφερε το τίτλο του Εξάρχου στη Κωνσταντινούπολη και προοριζόταν για ηγεμόνας της νέας Βουλγαρίας αποδεικνύει την σύγχυση της νέας εθνικής συνείδησης που προσπαθεί ο πανσλαβισμός να επιβάλει στη Μακεδονία μεσω των πρακτόρων του, όπως ο Μηλαδύνης.

Γράφει λοιπόν :
«Αξιότιμε Αλέξανδρε Έξαρχε,
Η καλή φήμη σας είναι φήμη εις καύχημα όλων τω εν τη Ευρωπαική Τουρκία Σλαβοβουλγάρων.
Το δε αίσθημα του πατριωτισμού σου εύχομαι να διαδίδεται ως αστραπή προς πάντας τους ποτέ μεν ενδόξους (Σλάβνι), νυν δε ανασταινομένους εκ του βορβόρου της απαιδευσίας ομογενείς ημών απογόνους του Ιλλύρου, Κολλέδα, του Σίλνι Στέφαν Νεεμανόβηκ και των λοιπών»

Θεωρεί δηλαδή ασπαζόμενος την ασαφή πανσλαβικής αντίληψης δυτικού τύπου την Πελασγο-Ιλλυρική προέλευση των Σλάβων και θεωρεί απογόνους των Ιλλυρών και του Σέρβου Τσάρου-Κράλη (Σίλνι Στέφαν Νεεμανόβηκ) τον Stefan Dusan (1331–1355) της δυναστείας Nemanjić.
Ο Μιλαδύνης επισκέπτεται το 1853-1856 το Sremski Karlovciόπως και ο Πατριάρχης της Βουλγαρικής Αναγέννησης Παΐσιος Χιλανδρανικός προτού έναν αιώνα και ενεργοποιείται στα πανσλαβικά όργανα εντυπωσιασμένος από το κίνημα των Ιλλυρίων (1830-1849).

Δηλαδή,
παρά τις επαφές του Μιλαδύνη το 1845 με τον Grigorowitsch στη ουσία από δω και στο εξής ξεκινά τη ουσιαστική δράση του στην παραχάραξη της ιστορίας με αυτά που διδάχθηκε στο Sremski Karlovci.

Οπαδός του πανσλαβισμού δυτικού (ιλλυριακού) τύπου γράφει σε μια επιστολή του προς τον Ρώσσο Τσάρο τις 8 Ιουνίου 1858, «εν Κουκουσίω»(Κιλκίς):

«Μεγαλειότατε,
Ράκη των αιώνων παρήλθον διακυματίσαντα ου μόνον το προϊστορικόν Πελασγικόν Βουλγαρομακεδονικόν και ιστορικόν Σλαυικόν, αλλ΄ ως γνωστών αιτιών και την μητρικήν γλώσσαν διεναυάγησαν, μη δυνάμενα δε, χάρις τω υψίστω, το χαρακτηριστικόν εξαλείψαι….»

Η πανσλαβική δηλαδή συγκεχυμένη ιστορική αντίληψη που θέλει τον Μέγα Αλέξανδρο, Φίλλιπο Β΄ και Αριστοτέλη Σλάβους.
Είναι βέβαια μια θέση την οποία την έχουν καταρρίψει οι Βούλγαροι, έστω και πολύ αργά αλλά ζει ακόμα στους λεγόμενους Σλαβομακεδόνες-Μακεντόνσκι.

Όλες οι επιστολές υπάρχουν στο αρχείο του Βούλγαρου ιστορικού και συλλέκτη Nikola Traykov (1888-1963) ο οποίος έχει συλλέξει 49 επιστολές του Δημητρίου Μηλαδύνη, όλες (εκτός μιας) σε άπταιστα ελληνικά γραμμένες, όπως η επιστολή που ανήρτησα λίγο παραπάνω προς τον Grigorowitsch.
Όπου ο Μηλαδύνης αναγκάζεται να γράψει κάτι στην μητρική του ελληνοσλαβική γλώσσα το γράφει φυσικά με ελληνικούς χαρακτήρες!
Έτσι για παράδειγμα στην επιστολή προς τον Alexandar StoilowΈξαρχο που ανέφερα παραπάνω γράφει μεταξύ άλλων:
  
«..τα δε προσκόμματα της ενταύθα Σλαβικής προόδου δεν είναι ούτε μικρά ούτε ολίγα, και κατά συνέπειαν των άλλων το μέγιστον ίσως το γραικικόν ιερατείον το ήτο πάντοτε, είναι απανταχού, και θέλει είσθαι ραδιούργος μηχανή κατά της σλαβικής γλώσσης (άμα σο ήμε μπόζιο νε κε δοτζέκαετ) και κατά την παροιμίαν χρειάζεται (να ζλό τάρνα ζλό κόπατζκα).» έτσι ακριβώς είναι γραμμένα στην επιστολή, με ελληνικούς χαρακτήρες δηλαδή!

Ο Μηλαδύνης υπογράφει μέχρι τις αρχές του 1857, δηλαδή προτού το ταξίδι του στα πανσλαβικά κέντρα ως «Δημήτριος Μηλαδύνης», μετά γίνεται «Δημήτριος Μηλαδύν» και σε επιστολή του προς τον κύριο Ρόμπη σε επιστολή της 20 Αυγούστου 1857 ως «Δ.Χρ.Μηλάδυνοβ», σημάδι της βουλγαροποίησής του, παρόλα ταύτα όμως με ελληνικούς χαρακτήρες!.
Η αλλαγή του ονόματος σηματοδοτεί θεωρώ μια βαθύτατη αλλαγή στη προσωπικότητα.
Το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν και άλλοι λόγιοι απαρνούμενοι την ελληνική τους ταυτότητα τους και το όνομα τους όπως ο Γρηγόρης Σταυρίδης ο οποίος θα γίνει Grigor Stawrew Parlitschew (1830-1893)
ο Κοσμάς Αναστασίου Πασχάλης ο οποίος θα γίνει Kuzman Anastasov Shapkarev (1834-1909).

Βλέπουμε ότι μπορεί τα χωριά, τα βουνά και τα λαγκάδια να είχαν σλαβικά ονόματα
οι Μακεδόνες  όμως είχαν πάντα ελληνικά ονόματα.

Μόνο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα έχουμε τις αλλαγές των ελληνικών ονομάτων στα βουλγαρικά από τους προσήλυτους της πανσλαβικής ιδέας..

Από το 1856 βάζει ο Μηλαδύνης σε εφαρμογή το σχέδιο της εκμάθησης της «βουλγαρικής» γλώσσας παράλληλα με την ελληνική σε ελληνικά σχολεία, δηλαδή τα «βουλγαρικά» διδάσκονται σαν (ξένη) γλώσσα ενώ όλα τα άλλα μαθήματα στα ελληνικά..

Και αυτό για το απλούστατο λόγο ότι το πρώτο βουλγαρικό σχολείο στη Μακεδονία (τα σχολεία που δίδασκε ο Μιλαδύνης βουλγαρικά μετά το ταξίδι το 1856 ήταν ελληνικά) που δίδαξε την παλαιοβουλγαρική γραφή άνοιξε στην Αχρίδα το 1861, όπως αναφέρει ο Σταυρίδης-Παρλίτσεφ, από τον Angel Grupchev, και το οποίο στεγαζόταν στο μπακάλικο του και μαθητής του οποίου ήταν ο ίδιος ο Σταυρίδης.
Grigor Stawrew Parlitschew
(1830-1893)
O Grupchev έμαθε τα παλαιοβουλγαρικά και την κυριλλική γραφή σε εκκλησιαστικό σχολείο της Σκόδρας το 1830.

Παρόλη την λογικοφανή θέση ότι οι ελληνοσλαβικές είναι διάλεκτοι της βουλγαρικής γλώσσας λίγοι είναι αυτοί που ασπάζονται την πανσλαβική ιδέα.
Παράδειγμα το φαινόμενο Σταυρίδης-Πάρλιτσεφ.
O Γρηγόρης Σταυρίδης - Grigor Stawrew Parlitschew (1830-1893) είναι από τους πιο διάσημους μαθητές του Μηλαδύνη- Μιλαντίνοφ.

Γνωρίστηκαν το 1848 στην Αχρίδα όπου μαθήτευε ο Σταυρίδης, όμως ο Μιλαντίνοφ αποκαλεί τον προσφιλή του μαθητή  «γραικομάνο» δηλαδή Έλληνα (DKadach, Ελληνικά, σελ 114).

Ο Γραικομάνος Σταυρίδης θα πάει το 1849 στην Αθήνα για να σπουδάσει ιατρική.
Είναι όμως λογοτεχνικό ταλέντο και φαινόμενο, θα βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το ποιητικό του ομηρικό έργο «Ο Αρματωλός», θα επιστρέψει στην Αχρίδα θα διδάξει ελληνικά και μόλις το 1862 μετά τον θάνατο των αδελφών Miladinov, ο οποίος θα του παρουσιαστεί ως δολοφονία από τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο θα μεταστραφεί και θα δηλώσει δημόσια ότι είναι Βούλγαρος.

Και όχι μόνο αυτό αλλά από το 1862 θα ξεκινήσει την παραποίηση και την πλαστογράφηση της ιστορίας.

Ο Parlitsev στην Αυτοβιογραφία του στο 18ο κεφάλαιο, σελ 84 αναφέρει:
«Ο ελληνισμός αιώνες τώρα ήταν ριζωμένος στην Αχρίδα, ακόμη και τώρα αυξανόταν ολοένα και περισσότερο».

«..με τη βοήθεια του Ιωακείμ Σαπουντζίεφ, εκβουλγαρίσαμε την παντελώς εξελληνισμένη πόλη της Αχρίδας» (σελίδα 81
( στο βουλγαρικό προτότυπο:
«….с помощта на Якима Сапунджиев побългарихме съвсем погърчений гОхрид»

Αυτά τα είπε στις αρχές του 1862 όταν λέει ότι μόλις το 1861 ξεκίνησε απόν τον θείο του Grupchev η εισαγωγή της κυριλλικής γραφής στην Αχρίδα.

Εκβουλγαρίσαμε λοιπόν!
Τίποτε δεν άλλαξε όμως με τον εκβουλγαρισμό που επαγγέλλεται ο Parlitsev.
Καμμία αλλαγή δεν έγινε, ούτε στον πολιτισμό, ούτε σε τίποτε άλλο.
Το ΜΟΝΟ που άλλαξε ήταν ότι εισήγαγαν τον κυριλλικό αλφάβητο και μετέφραζαν εκκλησιαστικά κείμενα από την παλαιοσλαβονική στη ομιλούμενη ελληνοσλαβική της Αχρίδας.

Στην ουσία εκβουλγάρισαν την ομιλούμενη ελληνοσλαβική γλώσσα,
αυτό, και μόνο αυτό.
Η εκβουλγαρισμένη αυτή γλώσσα
σήμερα ονομάζεται αυθαίρετα «μακεδονική»
και είναι η επίσημος γλώσσα των Σκοπίων.

Ο ίδιος ο Parlitsev στο κεφάλαιο 16 της Αυτοβιογραφίας του αναφέρει ότι από το 1861 μετέφραζαν τους ψαλμούς στη «μακεδονική διάλεκτο» της Αχρίδας την οποία θεωρεί «βουλγαρική», μαζί με τον Yakim Sapundzhiev.

Το μπακάλικο του Grupchev έγινε εργαστήρι της ιστορικής παραχάραξης και της νέας βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στην Αχρίδα.
Έτσι με τη μετάφραση εκκλησιαστικών κειμένων, επαναλαμβάνω εισάγεται η Κυριλλική γραφή στην ελληνοσλαβική διάλεκτο της Αχρίδας που αργότερα θα παίξει ένα σημαίνοντα ρόλο στον εκβουλγαρισμό της περιοχής.
Ο Σταυρίδης αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του ότι είχαν μεγάλες δυσκολίες να μεταφράσουν τα κείμενα ώστε αυτά να γίνονται αντιληπτά από τους πιστούς, αυτό δηλώνει πόσο ξένη γλώσσα ήταν η παλαιοσλαβονική.
Όμως είναι μάταια η προσπάθεια αυτή της μετάφρασης μερικών ψαλμών στην διάλεκτο της Αχρίδας γιατί μετά από λίγες δεκαετίες αυτές αντικαταστάθηκαν με την επίσημη σλαβοβουλγαρική γλώσσα, που ήταν η διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου και φυσικά της Βουλγαρικής εξαρχίας.

Η ελληνοσλαβική διάλεκτος αυτή της Αχρίδας-Μοναστηρίου θα είναι υποψήφια επίσημη γλώσσα της Βουλγαρίας και θα «χάσει» από την ανατολική σλαβοβουλγαρική διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου,
ΟΜΩΣ θα βρει την δικαίωσή της 100 χρόνια αργότερα όταν θα ανακηρυχθεί ως «μακεδονική» και θα είναι η επίσημη σήμερα γλώσσα των Σκοπίων.

Αυτό που δεν καταλαβαίνουν ούτε ο Μιλαντίνοφ ούτε ο Παρλίτσεφ ότι
δεν πρόκειται για διάλεκτο της βουλγαρικής,
 όπως τους έπεισαν οι πανσλαβιστές και ειδικά ο Grigorowitsch
αλλά για αυτόνομη γλώσσα
η οποία μόνο στη προσλαβική ταιριάζει, τόσο όσο ταιριάζει και με τα σερβικά.

Αυτό το λέω γιατί λίγα χρόνια αργότερα στο έργο του Leonhard Masing‚ ‚Zur sprachlichen Beurteilung der Makedonischen Slaven‘,(StPetersbug, 1890), όπως και όλοι οι γλωσσολόγοι της εποχής εκείνης αναρωτιούνται αν οι μακεδονικές ελληνοσλαβικές διάλεκτοι ήταν περισσότερο βουλγαρικές ή σερβικές.
Αυτή και μόνο η αδυναμία ταυτοποίησης διαφοροποιεί και ενισχύει την θέση της ελληνοσλαβικής.

Δηλαδή προς το τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει να ξεκαθαρίζει η πλάνη της «βουλγαρικής γλώσσας» μετά την επισημοποίηση (στα μέσα του 19ου αιώνα)  της διαλέκτου του Βελίκου Τάρνοβου ως «βουλγαρικής γλώσσας».
Δηλαδή εν ολίγοις «βουλγαρική γλώσσα» έγινε η διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου!

Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος των πανσλαβιστών.
Να συνδέσουν επαναλαμβάνω γλωσσικά, την βουλγαρική κατοχή της Αχρίδας πριν περίπου 800 χρόνια περίπου με την «βουλγάρικη» γλώσσα που μιλούν στις ημέρες τους.

Βέβαια το «εξελληνισμένη» είναι φανερά η πανσλαβική αντίληψη της ιστορία της Μακεδονίας, θεωρώντας ότι πιο μπροστά ήταν βουλγαρική .

Θα αναφερθώ πάλι ότι στην τόσο σημαντική αυτή καμπή της Μακεδονικής ιστορίας απουσίαζαν οι «εθνικά Μακεδόνες»,



«Εκβουλγαρίσαμε» και όχι «εκμακεδονίσαμε» γράφει Παρλίτσεφ την για αιώνες παντελώς εξελληνισμένη Αχρίδα!.

Η «μακεδονική γλώσσα»  ήταν άγνωστη έννοια. Κατά τους πανσλαβιστές υπήρχε μόνο η βουλγαρική και οι μακεδονικές της διάλεκτοι.
Κανείς από τους Μακεδόνες λόγιους της εποχής εκείνης που γράφουν πλέον από το 1850 σε κυριλλική γραφή δεν γνωρίζει για μακεδονική γλώσσα.
Υπάρχει μια εξαίρεση την οποία οφείλω να αναφέρω, δηλαδή του Georgi Pulevski (1817-1895) από το Galičnikβλαχικής καταγωγής ο οποίος είναι από τους πρωτοπόρους της ιδέας του «μακεδονικού έθνους», εξέδωσε μάλιστα ένα τρίγλωσσο λεξικό το 1875 στο οποίο η βάση είναι η τοπική διάλεκτος του Galičnikτην οποία αυθαίρετα ονομάζει «μακεδονική γλώσσα». 

 ΣΤ.3.6.2. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ



Στη Μακεδονία μετά το πρώτο πανσλαβικό συνέδριο κάνει την εμφάνισή του ο Κροάτης 
Stefan Ilić Verković (1821-1893).
Stefan Ilić Verković
(1821-1893)
O Verkovic γεννημένος το 1821 ξεκίνησε όπως και οι πρώτοι πανσλαβιστές δυτικού τύπου Βενεδεκτίνοι μοναχοί, ως καθολικός Φρατζισκανός μοναχός την δραστηριότητα του.
Εντυπωσιασμένος από το κίνημα των Ιλλυρίων (1830-1849) παρατάει τον μοναχισμό για την ενεργή δράση στο κίνημα.

Το 1843 ένα χρόνο μετά το συνέδριο των πανσλαβιστών στρατολογείτε από τον Υπουργό Εσωτερικών της Σερβίας Ilija Garašanin (1812-1874) και γνωστό πανσλαβιστή ως πράκτορας του, αρχικά στο Μαυροβούνιο και Αλβανία και από το 1850 στη Μακεδονία.

Η αποστολή ήταν να πάει στη Μακεδονία και να πείσει τους σλαβόφωνους Μακεδόνες ότι δεν είναι Ρωμιοί αλλά Σλάβοι
Η εντολή είναι
македонските славяни при разрешаването на Източния въпрос да се считат за славяни, а не гърци
Δηλαδή
«για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος πρέπει οι Μακεδόνες Σλάβοι να θεωρηθούν Σλάβοι και όχι Έλληνες».

Ο Verkovic εγκαθίσταται στις Σέρρες και είναι ο άνθρωπος που θα αλλάξει την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας.
Είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εκβουλγαρισμό της περιοχής.

Προς τους έξω και προς τις αρχές δηλώνει Αρχαιολόγος.
Ο πραγματικός του στόχος ήταν μέσω δήθεν της συλλογής αρχαίων νομισμάτων, αρχαίων αντικειμένων και προπάντων τραγουδιών, να έρθει σε επαφή με Μακεδόνες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ως πολλαπλασιαστές της πανσλαβικής ιδέας.
Όπως προανέφερα στόχος του πρώτου παν. Συνεδρίου ήταν η συλλογή δημοτικών ασμάτων.
Ο Verkovic αναζητά και βρίσκει σε πρώτη φάση ελληνοδιδασκάλους, όπως τον Ivan Gologanov (1839-1895) από το Ταρλίς, το σημερινό Βαθύτοπο στο Δήμο Νευροκοπιου.
Ο Ιωάννης Οικονόμου όπως ήταν το όνομα του Gologanov πριν το βουλγαροποιήσει ήταν ανεψιός του Θεοδοσίου Gologanov ηγουμένου της Μονής Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες, ο οποίος είχε φιλοξενήσει το 1845 τον Ρώσσο πράκτορα του πανσλαβισμού Viktor Grigorowitsch.
Να θυμίσω και δω….
….. ότι μπορεί τα χωριά, τα βουνά και τα λαγκάδια να είχαν σλαβικά ονόματα
οι  Μακεδόνες είχαν πάντα ελληνικά ονόματα.

Ο Verkovic με την βοήθεια του Gologanov συγκεντρώνει σε πρώτη φάση 355 δημοτικά τραγούδια με τον τίτλο «Δημοτικά τραγούδια των Βουλγάρων της Μακεδονίας» ("Народне песме македонски бугара") και τα εκδίδει το 1860 στο Βελιγράδι.
 Αυτά συμπεριλαμβάνονται και στο δίτομο έργο ‚VEDA SLOVENA το οποίο εκδόθηκε το 1874 στο Βελιγράδι και το 1881 στην Αγ. Πετρούπολη.

Το έργο με 23.809 στίχους περιέχει τραγούδια και ύμνους και αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία όπως για παράδειγμα στον  Ορφέα,
 αλλά και σε ελληνικά ιστορικά πρόσωπα όπως τον Φίλιππο Β΄ και τον Μεγάλο Αλέξανδρο.

Βασικός συντελεστής της συλλογής ήταν ο Gologanov.
Η γνησιότητα του έργου αμφισβητείται μέχρι σήμερα!
Πολλοί ειδικοί από διάφορες χώρες που εξέτασαν και εξετάζουν την ‚
VEDA SLOVENA‘ απορούν πως είναι δυνατόν, αν είναι επινόηση του Gologanov,  να έχει γράψει αυτός ένα τέτοιο τεράστιο έργο,
ένας «χωριάτης δάσκαλος» από τις Σέρρρες.

Γιατί αν είχε τέτοιο ταλέντο θα έγραφε και άλλα και θα υπήρχαν προγενέστερα και μεταγενέστερα έργα, κάτι που δεν υπήρχαν.

Πρέπει να πω ότι το έργο είναι φυσικά γραμμένο στη τοπική ελληνοσλαβική διάλεκτο των Σερρών και επομένως είναι φυσιολογικό να υπάρχουν τραγούδια και μουσική παράδοση για τον Μεγαλέξανδρο και τον Ορφέα στα «βουλγαρικά»;
Μήπως όμως αυτοί που τραγουδούσαν αυτά τα «βουλγαρικά» τραγούδια δεν ήταν Σλάβοι και Βούλγαροι;

Ο Verkovic πέρα από την συλλογή των τραγουδιών και ποιημάτων είχε μια ακόμη σοβαρή αποστολή.
Η οργάνωση της αντίσταστασης ενάντια στο πατριαρχείο και η ενδυνάμωση του εκκλησιαστικού αγώνα των Βουλγάρων για ανεξάρτητη εκκλησία, που ήταν ο πρωταρχηγός σκοπός των πανσλαβιστών.

Ο ποιο αποτελεσματικός συνεργάτης στον «αγώνα» αυτόν ήταν ο
Georgi Zimbilev ή Georgi Zyumbyulev (1820-1880) από το Λιμπιάχοβο, σημερινό Ίλιντεν (στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας). Το ελληνικό του όνομα το βρήκα ως Γεώργιο Ζουμπούλη και ως Ζυμπίλη σε διαφορετικές πηγές.
Ο Zimbilev ήταν ελληνοδιδάσκαλος και σε πρώτη φάση ήταν συλλέκτης και αυτός των λαογραφικών θεμάτων που ενδιέφεραν τον Verkovic.

Αργότερα αναμείχθηκε σημαντικά στην εισαγωγή της βουλγαρικής γλώσσας στην Ανατολική Μακεδονία και είναι
Georgi Zimbilev
 (1820-1880)
ο πρώτος διδάξας την βουλγαρική γλώσσα το 1868
στο πρώτο βουλγαρικό σχολείο της Ανατολικής Μακεδονίας
στο Γκόρνο Μπρόντι, σημ. Ανω Βροντού,
και αυτός που «έσπειρε το σπόρο στο Νευροκόπι τη Δράμα και τις Σέρρες» όπως γράφει το 1891 ο Βούλγαρος ιστορικός από την Αχρίδα Georgi Strezov(1834-1938).

Η δραστηριότητα του Zimbilev ήταν μεγάλη.

Αποκορύφωμα αποτελεί και ταυτόχρονα μια μεγάλη καμπή στον «Αγώνα για ανεξάρτητη βουλγαρική Εκκλησία»  η συνέλευση υπό την προεδρία του Elijah Dukov όλων των πρακτόρων-πολλαπλασιαστών του πανσλαβισμού συνεργατών του Verkovic στην Ανατολική Μακεδονία στις 6 Δεκεμβρίου 1869 στο χωριό Gaytaninovo (που βρίσκεται στα σημερινά σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας) γνωστή ως Naroden sŭbor v Gaĭtaninovo.
Ήταν η επισημοποίηση της βουλγαρικής αντίδρασης ενάντια στη Μητρόπολη Νευροκοπίου κατά την οποία ζητήθηκε από το Πατριαρχείο η ανακήρυξη βουλγαρικής αυτονόμου εκκλησιαστικής επαρχίας «Νευροκοπίου-Μελενίκου-Δράμας-Σερρών» με Βούλγαρο επίσκοπο.

Οι αντιπρόσωποι-σύνεδροι και οι συνεργάτες Verkovic του  ήταν οι ακόλουθοι:

Από το Νευροκόπι 
(σημερινό Gotse Deltev)
Elijah Dukov (1800-1895)

Nicolas Mandušev (1838-1923), δάσκαλος

Stoyan Shechinov (1795-1885). Έμπορος, γεννημένος στην Έδεσσα, στο σπίτι του οποίου στεγάστηκε το πρώτο βουλγαρικό σχολείο Νευροκοπίου το 1862.

Georgi Kostov ή Isirlikliyata (1810-1990) Ο ¨ευεργέτης¨ από το Zagrade  και έτερος συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών για τον Verkovic

Nicolas Abadjiev
Nikodim Markov
Strachil Polizoev

Από το Gaytaninovo

Kostadin (Costa) Valchov Sarafov (1840-1911).

Ελληνοδιδάσκαλος στις Σέρρες, εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής κοινότητας Νευροκοπίου στην πρώτη Σύνοδο της Εξαρχίας (23 Φεβρουρίου έως 24 Ιουλίου 1871) στην Πόλη.
Αρθρογράφος σε διάφορες βουλγαρικές εφημερίδες στην Πόλη.
Εδώ το 1874 συναντάται με τον επαναστάτη Todor Kableshkov (κλικ) και αποφασίζει την συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα. Μέλος της Οργάνωσης «Edinstvo-Ενότητας» που αγωνίζεται για την ενσωμάτωση της Θρακομακεδονίας στη Βουλγαρία και η οποία οργανώνει την εξέγερση της Κρέσνας-Ραζλόκ

Peter Valchov Sarafov (1842-1915).  

Ελληνοδιδάσκαλος και βούλγαρος πολιτικός, πατέρας του του αρχικομιτατζή Boris Sarafov.

Τα πρώτα ελληνικά γράμματα τα έμαθε από τον George Ivanov Zimbilev στο χωριό του. Από κει στις Σέρρες όπου αποφοιτεί με διακρίσεις
Από το 1860 διδάσκει ελληνικά στο χωριό του. Συνεργάτης και αυτός του Verkovic. Στις 5 Μαρτίου του 1873 ανοίγει στο Μελένικο το πρώτο βουλγαρικό σχολείο. Συμμετείχε στην Εξέγερση του Απριλίου του 1876 και για το διάστημα 1882-1884 ήταν γενικός επιθεωρητής της βουλγαρικής εκπαίδευσης στην Ανατολική Μακεδονία.

Nikola Petrov Padarev (1842-1910). 

Ελληνοδιδάσκαλος από την Αχρίδα, τέλειωσε το ελληνικό προγυμνάσιο στις Σέρρες, Δάσκαλος σε Gaytaninovo και Gorno Brodi, όπου άφησε εποχή για την ενεργητικότητα του . Μέλος της Οργάνωσης «Edinstvo-Ενότητας» το 1895 στην Dupnitsa  και εκλέγεται σε υψηλά ιστάμενες θέσεις στην Οργάνωση.
Συνεργάτης και αυτός του Verkovic στη συλλογή τραγουδιών αλλά και καθότι αρχαιολόγος ο Verkovic τον προμηθεύει με αρχαιολογικό υλικό (!), αλλά δεν συνεχίζω…

Zachary Doychev Boyadzhiev (1840-1910), γεννημένος στο Χάσκοβο, δάσκαλος το 1869 στο Gaytaninovo, ως νεότερος μπορεί να μη συμμετείχε στην ομάδα του Verkovic για την συλλογή τραγουδιών, αλλά διατηρούσε γραπτή επαφή μαζί του Το σχολείο του έγινε κέντρο και ακαδημία εκπαίδευσης νέων δασκάλων της νέο-βουλγαρικής.

Από το Libâhovo (σημερινό Ilinden)

Khariton Karpuzov ή Krŭsto Angelov Karpuzov ή pop Khariton (1829-1899).

Αρχιμανδρίτης και Επίσκοπος, παππούς του αρχικομιτατζή Boris Sarafov. Τα πρώτα ελληνικά γράμματα τα μαθαίνει στη Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Σερρών, ιερέας μετά στο χωριό  του Libâhovo το 1850.
Πατριαρχικός ιερέας αλλά αγωνίζεται για την τέλεση της Θείας λειτουργίας στη Παλαιοσλαβονική. Εξορίζεται για ένα χρόνο στη Ρόδο το 1865. Δεν είχε μεγάλη μόρφωση αλλά η εμπλοκή του και η σχέση του με τον επίσκοπο της Βουλγαρικής Ουνίας Nil Izvorov (κλικ) στάθηκαν ανασταλτικός παράγοντας για την επισκοποίησή του, η οποία έρχεται στα γεράματα λόγω εθνικής προσφοράς.

George Ivanov Zimbilev (1820-1880).

 Ελληνοδιδάσκαλος, ο βασικός υπαίτιος και υποκινητής της βουλγαρικής υπόθεσης στην Ανατολική Μακεδονία. Αναφερθήκαμε πιο πάνω για την δράση του.

Από τη Kovatchevitsa

Nikola Ivanov Banev (Vanev) ή Nicola  Kovatchevski (1832-1882).

Δάσκαλος και ιδρυτής του πρώτου σχολείου στο Νευροκόπι και αυτός συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών για τον Verkovic.

Από το Skrebatno

Atanas Grosdanov (1835).

Παιδαγωγός, το 1855 ιδρύει στο χωριό του το πρώτο βουλγαρικό σχολείο. Από τους βασικούς συντελεστές της σύνταξης στις 20 Μαίου 1878 του κειμένου διαμαρτυρίας προς τις αντιπροσωπείες των μεγάλων Δυνάμεων για την συνθήκη του Βερολίνου των εκκλησιαστικών βουλγαρικών δήμων της Ανατολικής Μακεδονίας.

Από το Laki
Haji Pop Ivan

Από το Μελένικο
Ivan Sušicaliâta

Από το Lechovo

Todor Olanov ή Ulanov (1817-1880).

Πλούσιος έμπορος, βασικός παράγοντας της νέας βουλγαρικής εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής παρουσίας στο λεκανοπέδιο του Νευροκοπίου επίσης συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών και αυτός για τον Verkovic.
Ένας από τους βασικούς διοργανωτές της συλλογής υπογραφών για την προσχώρηση στην Εξαρχία.
Αυτός και ο Dimco Hadzhiivanov, (στοιχεία παρακάτω) είναι οι αντιπρόσωποι της περιοχής Σερρών στη πρώτη νεοΒουλγαρική Εθνοσυνέλευση  ( από την 10η Φεβρουαρίου 1879 έως 16η   Απριλίου  1879) στην οποία εκλέγονται 229 βουλευτές από δύο κόμματα.

Από το Gorno Brodi Άνω Βροντού

Dimko Hadzhiivanov ή Dimko Hadji (1813-1906).

Πρόεδρος της βουλγαρικής κοινότητας του Γκόρνο Μπρόντι για σειρά ετών και συλλέκτης Βουλγαρικών τραγουδιών και αυτός για τον Verkovic.
Το 1868 φέρνει τον George Zimbilev στο νεοϊδρυθέν βουλγαρικό σχολείο του χωριού του
Ο Dimko καθιστά το Γκόρνο Μπρόντι εστία εκβουλγαρισμού της περιοχής. Από εδώ μαζί με τον Zimbilev οργώνουν στη κυριολεξία την Ανατολική Μακεδονία, οι πηγές αναφέρουν ότι συνέλεξαν από 140 χωριά υπογραφές για την Εξαρχία. Για την επιθετικότητα του απέναντι στους Γραικομάνους της περιοχής του εκδιώκεται το 1879 από της οθωμανικές αρχές αλλά καταφεύγει στο Άγιο Όρος και από κει στην Πόλη.
Γαμπρός του είναι ο περιβόητος βοεβόδας Georgi Zimbilev, συνονόματος του δασκάλου George Zimbilev.
Γιός του ο Dimo Hadzhidimov, ο γνωστός αριστερός ακτιβιστής της ΒΜΡΟ και οπαδός του Sandanski  και του Μακεδονισμού, προς τιμή του οποίου μετονομάστηκε  το Zhostovo σε Hadzhidimovo.

Δηλαδή ο πατέρας αγωνιζόταν να πείσει ότι δεν είναι Έλληνες αλλά Βούλγαροι και ο γιος ότι δεν είναι Βούλγαροι αλλά Σλαβομακεδόνες.

Από το Osikovo
Elijah Paskov

Από το Βώλακα:

Hadji Georgi Popivanov, ή Hadji Georgi Yoanidi (1844-1905).

Hadji Georgi Popivanov,
 ή Hadji Georgi Yoanidi (1844-1905)

Ελληνοδιδάσκαλος από τον Βώλακα, μαθητής του George ZimbilevΟλοκληρώνει τις σπουδές του στην Αθήνα και για το διάστημα 1868-1974 διδάσκει ελληνικά στην Προσοτσάνη  Από το 1870 προσπαθεί να εισαγάγει τα βουλγαρικά σε σχολεία και εκκλησίες. Ήταν πρόεδρος της βουλγαρικής κοινότητας Προσοτσάνης και από τους ποιο ενεργητικούς πολέμιους του ελληνισμού, το οποίον δίδασκε προ ετών στα παιδιά του σχολείου.
Μια αντιφατική μορφή που ήρθε σε απευθείας ρήξη με τον Μητροπολίτη Δράμας Γερμανού και κατέληξε για δύο χρόνια  (1876-1878) στην φυλακή. 
Θα μας απασχολήσει και σε άλλες αναρτήσεις μου ο Χατζηγκεωργίεφ-Hadji Georgi γιατί είχε πλούσια ανθελληνική δράση.

Αυτοί λοιπόν ήταν οι πρώτοι πλαστογράφοι της Ιστορίας της Ανατολικής Μακεδονίας.

Βλέπουμε δηλαδή τους «καρπούς» της συνωμοτικής δουλειάς του Verkovic.

Μέχρι το 1850 περίπου που ήρθε ο Verkovic στις Σέρρες δεν υπήρχε κανείς «βούλγαρος» σε όλη την Ανατολική Μακεδονία.

Οι πρώτοι που προσηλυτίστηκαν στην πανσλαβική ιδέα από αυτόν ήταν ο Ιωάννης Οικονόμου-Ivan Gologanov και ο Γεώργιος Ζουμπούλης- Georgi Zimbilev.
Αυτοί προσηλύτισαν αυτούς που ανέφερα προηγουμένως και αυτοί πάλι άλλους.
Δηλαδή υπό μορφή χιονοστιβάδας ο προσηλυτισμός στην πανσλαβική ιδέα.

Στις βυζαντινές μητροπόλεις μετά την προεργασία των προηγούμενων δεκαετιών ξεκινώντας οι προσηλυτισμένοι Βουλγαρομάνοι ελληνοδιδάσκαλοι θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν υπογραφές αυτών των απληροφόρητων χωρικών που θέλουν να ακούσουν την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά.

Οι υπογραφές θεωρούνται ως απόδειξη και παραδοχή του εκβουλγαρισμού.

Τι γίνεται μετά όμως; Πιο είναι το αποτέλεσμα της συλλογής υπογραφών;

ΣΤ.3.7. Οι νέες (και ταυτόχρονα παλιές) βουλγαρικές μητροπόλεις.

Το Μάρτιο του 1870 η Ρωσία μέσω του Διπλωμάτη της Κόμη Ιγνατίεφ, Nikolay Pavlovich Ignatyev (1832-1908) καταφέρνει την αναγνώριση από τον σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ(1830-1876) των παλιών βουλγαρικών εκκλησιών και την εγκαθίδρυση της νέας Βουλγαρικής Εξαρχίας.

Οι μητροπόλεις που αναγνωρίζει ο Σουλτάνος ως βουλγαρικές είναι:

Ρουστσουκίου Rusçuk Russe, Σιλιστρίας, Silistra Σούμλας, Schumen  Τουρνόβου, Weliko Tarnowo
Σοφίας, Sofia Βράτσης, Vratsa Λοβτσού, Lòwetsch Βιδύνης, Widin Νύσσης, Nis Κεστεντηλίου, Kjustendil Σαμακοβίου, Samokow Βελισσού,Velissos(Veles) Συλίμνου Sliven.

Αυτές και μόνο αυτές όμως!

Οι υπόλοιπες της Θρακομακεδίας ήταν πάντα βυζαντινές μητροπόλεις και καμιά σχέση με το σλαβοβουλγαρικό πολιτισμό είχαν!
Επομένως η αναβίωση μόνο των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων δεν είναι τυχαίος.

Το φιρμάνι της 12ης Μαρτίου 1870 το οποίο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των πανσλαβιστών, με το άρθρο 10 επιδιώκει την επέκταση της κυριαρχίας και στις βυζαντινές μητροπόλεις:

«Είς άλλα μέρη έκτος τών άνω άριθμουμένων,
 έάν ή ολομέλεια ή τουλάχιστον 2/3 των κατοίκων έπιθυμώσι νά υπαχθώσι τή Εξαρχία καί άφού αί σχετικαί αίτήσεις αυτών, αρμοδίως έξελεχθώσι καί έγκριθώσι, θά επιτρέπεται αυτοίς νά προσχωρήσωσι είς τήν 'Εξαρχίαν, προϋποτιθεμένου ότι ή ολομέλεια ή τουλάχιστον 2/3 του πληθυσμού είσιν σύμφωνα καθ΄ όλα έν τούτω.
Έάν όμως τις ήθελε λάβει τούτο ώς πρόφασιν όπως σπείρη ζιζάνια καί σύγχισιν παρά τω πληθυσμώ, οι ένοχοι τοιούτων πράξεων θά τιμωρούνται συμφώνως τω νόμω.

Γι’ αυτό τον λόγο είχαμε την συλλογή υπογραφών στις βυζαντινές μητροπόλεις για το ποιος θέλει να ακούσει τη θεία Λειτουργία στα βουλγαρικά.
Από την στιγμή αυτή, δηλαδή το 1870 υπάρχει ο νέος χαρακτηρισμός 
Πατριαρχικός σλαβόφωνος για τους Γραικομάνους και 
Εξαρχικός για τους Βουλγαρομάνους.

Θα ιδρυθούν νέες εκκλησιαστικές κοινότητες εκεί που υπερισχύουν τα 2/3 του εξαρχικού πληθυσμού,  οι οποίες θα ονομαστούν «βουλγαρικές κοινότητες».
Δίπλα παραθέτω σφραγίδες από εκκλησιαστικές κοινότητες των Βοδενών-Εδέσσης.

Σφραγίδες Βουλγαρικής εκκλησιαστικής  κοινότητας και
Βουλγαρικού Αναγνωστηρίου-πολιτιστικού κέντρου Βοδενών-Εδέσσης.
Βλέπετε φίλοι μου ότι από τον απλό διαχωρισμό σε αυτούς που θέλουν να ακούσουν την Θ. Λειτουργία στα βουλγαρικά φτάνουμε στον εθνικό προσδιορισμό «Βούλγαρος» και Έλληνας.

Δηλαδή χωρίς να προηγηθεί καμία βουλγαρική εθνική αφύπνιση στη Μακεδονία με μια μόνο υπογραφή για το άκουσμα της Θ. Λειτουργίας ορίστηκε ότι
όποιος μιλάει «βουλγαρικά» είναι Σλάβος και ανήκει στο «βουλγαρικό έθνος».

Τόσο απλά έγιναν όλα!

Η επιθυμία των πανσλαβιστών αποτυπώνεται το 1877 στον διπλανό χάρτη ως πρόταση του Ρώσσου πρίγκιπα Tscherkassky και είναι η βάση για τον χάρτη της συμφωνίας του  Αγίου Στεφάνου της 3 Μαρτίου 1878  μετά την ήτα των Οθωμανών στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877 - Ιανουάριος 1878).
Είναι ο Χάρτης της «Μεγάλης Βουλγαρίας».

Εδώ φίλη αναγνώστρια και φίλε αναγνώστη, φτάνοντας στο τέλος της περιήγησής μας, ίσως αναρωτήθηκες γιατί επιμένω τόσο πολύ και ενοχλητικά στον διαχωρισμό σε παλιές βουλγαρικές και βυζαντινές μητροπόλεις.

Σίγουρα θα αναρωτηθεί κανείς και είναι λογικό ότι η συλλογή υπογραφών που έγινε στις βυζαντινές μητροπόλεις τι αποτέλεσμα είχε.

Καταρχήν να πούμε ότι καμία βυζαντινή μητρόπολη ολοκληρωτικά δεν έγινε Εξαρχική-Βουλγαρική γιατί δεν υπήρχε ο κατάλληλος αριθμός υπογραφών.

Η πλειοψηφία στις βυζαντινές μητροπόλεις είναι πατριαρχικοί, υπάρχουν δε αμιγώς ελληνικές-πατριαρχικές μητροπόλεις αλλά καμία εξαρχική-βουλγαρική μητρόπολη.

Ένας πολύ ενδιαφέρον χάρτης στις αρχές του 20ου αιώνα είναι αυτός που παραθέτω δίπλα και δείχνει την εκπαιδευτική κατάσταση και το εκκλησιαστικό τοπίο στον ίδιο χώρο που δείχνει και ο χάρτης του Jozef Šafárik.
Οι μπλε κουκκίδες είναι σχολεία και εκκλησίες των Ελλήνων και Γραικομάνωνκόκκινες είναι τα αντίστοιχα των Βουλγαρομάνων.

Η κατάσταση αυτή δεν ταίριαζε στα πανσλαβικά σχέδια και στο αυτόνομο πριγκιπάτο  της Βουλγαρίας που μετά την ανακήρυξη του στις 3 Σεπτεμβρίου του 1878 έχει πλέον δική της εθνική υπόσταση και σχεδιάζει πλέον αυτόνομα της κινήσεις της.

Αυτό που πρέπει να αναγνωρίσουμε στους νέους Βούλγαρους ηγέτες και διπλωμάτες είναι ότι ξέρουν να εκμεταλλεύονται την αντιπαλότητα των δύο πανσλαβιστικών τάσεων, της Ουνίας και της Ρωσσικής επεκτατικής πολιτικής.
Ανάλογα με την συγκυρία αποφασίζουν σε ποιο άρμα θα επενδύσουν τις επιδιώξεις τους.

Στη Μακεδονία αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τους Γραικομάνους οι οποίοι αντιστέκονται σθεναρά στον εκβουλγαρισμό.
Αποφασίζεται λοιπόν στη Σόφια ό,τι  ότι δεν γίνεται με τη εκκλησιαστική και εκπαιδευτική βουλγαρική προπαγάνδα πρέπει να γίνει δια της βίας.

Έτσι στις 23 Οκτωβρίου του 1893 ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη από Βουλγαρομάνους δασκάλους η VMORO–ΕΜΕΑΟ-BMOPO (Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας ΑνδριανούποληςВътрешната македоно-одринска революционна организация).

Η Οργάνωση είναι πιστό αντίγραφο της βουλγαρικής Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης ΙRO-BMOPO (Internal. Revolutionary Organisation, Вътрешна революционна организация) όπως ανέφερα παραπάνω στο κεφάλαιο για την Βουλγαρική Εξέγερση του Απριλίου του 1876.

Επανδρώνεται με πέντε Μακεδόνες Βουλγαρομάνους βουλγαροδασκάλους ως ιδρυτικά μέλη, και προς τους έξω φαίνεται ότι αγωνίζεται για την αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Ανδριανουπόλεως, δηλαδή το κομμάτι της Θράκης που απέμεινε μετά από την καταπάτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας (βόρειας Θράκης) από το νέο Βουλγαρικό πριγκιπάτο.

Στόχος της VMORO–ΕΜΕΑΟ είναι άσκηση ένοπλης βίας στους Γραικομάνους για να υποταχθούν στα πανλσαβικά και στην ουσία βουλγαρικά σχέδια για τον σχηματισμό της Μεγάλης Βουλγαρίας.

Το πεδίο δράσης είναι μόνο οι βυζαντινές μητροπόλεις και μόνο εκεί που ζουν οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι.
Από το 1893 μέχρι το 1904 έχουν προβεί σε συστηματικές δολοφονίες διαφωνούντων Γραικομάνων, από την Δυτική Μακεδονία μέχρι την Ανατολική Θράκη-Ανδριανούπολη.
Ο κατάλογος των συνολικά πάνω από 400ων δολοφονημένων Γραικομάνων προέδρων, παρέδρων, ιερέων, δασκάλων και επιφανών Γραικομάνων βρίσκεται στις αναφορές των Μητροπολιτών των βυζαντινών μητροπόλεων προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης  και ο οποίος έχει εκδοθεί το 1904 από το Πατριαρχείο.

Φαίνονται αναλυτικά οι δολοφονημένοι με ονοματεπώνυμο, τόπο καταγωγής τρόπο δολοφονίας-εξόντωσης και σε μερικές περιπτώσεις τα ονόματα των κομιτατζήδων της VMORO–ΕΜΕΑΟ.

Ο ιερός αγώνας των Γραικομάνων ενάντια στην προσπάθεια αλλοίωσης των παραδόσεων τους είναι ο γνωστός «Μακεδονικός Αγώνας» που ξεκίνησε το 1904 και τελείωσε το 1908 μετά την επανάσταση των Νεότουρκων αξιωματικών τον που σήμανε το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού, γιατί τέτοιος ήταν ο  «Μακεδονικός Αγώνας» στην ουσία.

ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Τι γίνεται όμως σήμερα με τις βυζαντινές μητροπόλεις που μετά τους Βαλκανικούς και παγκόσμιους πολέμους βρίσκονται υπό την κατοχή της Βουλγαρίας και της βουλγαρικής εκκλησίας.

Ανταλλαγές πληθυσμών φυσικά και έγιναν.
Ελληνικοί πληθυσμοί εκδιώχθηκαν από τις προγονικές τους εστίες στις οποίες έζησαν για χιλιετηρίδες και μετοίκησαν ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Μακεδονία.

Το ίδιο θα ισχυριζόταν φυσικά και οι Βούλγαροι.

Είναι όμως έτσι;
Αυτοί που έφυγαν από τις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας δεν ήταν εθνολογικά ποτέ Βούλγαροι.
Έγιναν μετά την πανσλαβική προπαγάνδα Βουλγαρομάνοι.

Αυτές οι βυζαντινές μητροπόλεις που βρίσκονται σήμερα στην Βουλγαρία εκβουλγαρίστηκαν όπως είδαμε παραπάνω μάλιστα με παραπλανητικά και ψευδή επιχειρήματα, μάλιστα αναφέρθηκα λεπτομερώς για το πώς και ποιοι πλαστογράφησαν την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας, και σε αυτή συγκαταλέγονται και οι παλιές βυζαντινές μητροπόλεις που σήμερα ανήκουν στην Βουλγαρία.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί σήμερα κανείς ότι έχουν εκβουλγαριστεί πλήρως;

Θα έλεγα όχι!
Kukeri από το Razlog

Μπαμπούγερα Ανθή Σερρών (Νιγρίτα)
Αν παρατηρήσει κανείς τα έθιμα των παλιών βυζαντινών μητροπόλεων της Βουλγαρίας θα διαπιστώσει ότι οι κάτοικοι τους εξακολουθούν να αναβιώνουν αρχαία Θρακομακεδονικά Διονυσιακά έθιμα.

Έτσι θα δούμε τα Μακεδονικά «Μπαμπούγερα» τα οποία και στην βουλγαρική λέγονται babugeri(бабугери) και τα βρίσκουμε κυρίως στην νότια Βουλγαρία στις παλιές βυζαντινές μητροπόλεις.
Τέτοια διονυσιακά έθιμα τα συναντάμε ως Kukeri (кукери), στο PernikRazlogSmolyanBlagoevgradGorna Vasilitsa.

Είναι δηλαδή οι παραδόσεις των ντόπιων πληθυσμών που υπήρχαν από χιλιετηρίδες στην περιοχή αυτή πολύ πριν την κάθοδο των Σλάβων και Βουλγάρων.

Οι πληθυσμοί αυτοί εκβουλγαρίστηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες.

Θεωρώ ότι η εξισορροπούσα ιστορική δικαιοσύνη θα απαιτούσε
 οι πληθυσμοί αυτοί να ζητήσουν να ακούσουν την Θεία Λειτουργία στα ελληνικά, 
όπως για πολλούς αιώνες οι πρόγονοι τους 
για να έρθουν ποιο κοντά στον κληρονομικό τους πολιτισμό που ήταν ο Ρωμαϊκός και παλαιότερα ο Θρακικός και ο Μακεδονικός ελληνικός πολιτισμός.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ.

Είδαμε φίλοι μου την εξέλιξη, πολιτιστική και γλωσσική των πρώτων Σλάβων των σλαβηνιών της Μακεδονίας και την διαφορά τους από τους Σεβέρους Σλάβους της Μοισίας-Βουλγαρίας.

Διαπιστώσαμε ότι ο σλαβικός πολιτισμός τύπου Kortschak και Penkowka που έφεραν μαζί τους οι Σλάβοι των σλαβηνιών έσβησε και ενσωματώθηκε από τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό.
Αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.

Είδαμε τις εχθρικές επιθέσεις και καταλήψεις τμημάτων της Μακεδονίας από του Βουλγάρους Τσάρους.

Επίσης την εξέλιξη της πρωτοσλαβικής στις διάφορες σλαβικές γλώσσες όπως και τις διαφορές της ελληνοσλαβικής γλώσσας με την σλαβοβουλγαρική.
Ο διαχωρισμός σε βυζαντινές μητροπόλεις και βουλγαρικές μητροπόλεις διαπιστώσαμε ότι είναι διαχρονική.

Στις βυζαντινές μητροπόλεις της Μακεδονίας όπου υπήρχαν σλαβόφωνοι η ομιλούμενη γλώσσα ήταν η ελληνοσλαβική και λόγια ή ελληνική από τον 7ο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα.

Στις βουλγαρικές μητροπόλεις ομιλούμενη η σλαβοβουλγαρική και λόγια στις αρχές του 10ου αιώνα ήταν η παλαιοσλαβονική μέχρι την διάλυση του βουλγαρικού κράτους το 1393, μετά λόγια ήταν ή ελληνική μέχρι το 1850 περίπου και από κει και πέρα μέχρι σήμερα ή σλαβοβουλγαρική διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου.

Παρακολουθήσαμε την εξέλιξη της πανσλαβικής ιδέας η οποία έστησε την Βουλγαρική Αναγέννηση με την ιδέα της ένωσης όλων των «Σλάβων» της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας σε ένα νέο έθνος και ένα νέο κράτος

Δηλαδή η Βουλγαρική Αναγέννηση ήταν πανσλαβικό προϊόν, όπως και η ιδέα της  «Μεγάλης Βουλγαρίας».

Διαπιστώσαμε ότι «σλαβοφώνος» δεν σημαίνει «Σλάβος» και είδαμε την διαφορά «Γραικομάνων» και «Βουλγαρομάνων» στη Μακεδονία.

Με λεπτομέρεια περιγράψαμε την πλαστογράφηση της ιστορίας στην Δυτική και Ανατολική Μακεδονία με ονόματα και ημερομηνίες, είδαμε τους πραγματικούς πρωτεργάτες και το ετερόφωτους προσηλυτισμένους λόγιους οι οποίοι αναπαρήγαγαν την πανσλαβική ιδέα.

Έτσι καλύψαμε την μακεδονική ιστορία από την αρχές του 7ου αιώνα μέχρι την Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή το 1870.

Θεωρώ ότι είδαμε τα σημαντικότερα γεγονότα από την εγκατάσταση των Σλάβων μέχρι την Βουλγαρική Εξαρχία.
Απομένει λοιπόν να δούμε τι έγινε με την εγκαθίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία το 1870 και μετά.
Η τσέτα Kocho Lyutata από το Libâhovo Νευροκοπίου

Κλείνοντας λοιπόν την πρώτη ανάρτηση για την ιστορική πορεία της Μακεδονίας και ευχαριστώντας για την υπομονή που δείξατε,
 να πω ότι θα ακολουθήσει ανάρτηση για τους «Κομιτατζήδες της Ανατολικής Μακεδονίας» στην οποία θα αναφερθώ λεπτομερώς στο βίο και την πολιτεία
των πρώτων Ληστών-Χαϊντούκων Βουλγαρομάνων της Περιοχής Νευροκοπίου μέχρι τους Σαντασκιστές Sandanists(Санданисти) και θα καλύψουμε όλον τον ένοπλο αγώνα της ΕΜΕΑΟ-VMRO στην περιοχή της ευρύτερης Ανατολική Μακεδονίας και Θράκης.
Δηλαδή στην νέα ανάρτηση θα εξετάσουμε τα γεγονότα στην Ανατολική Μακεδονία από το 1850 μέχρι την λήξη του Μακεδονικού Αγώνα το 1908.

Ευχαριστώ,

Μαδεμλής Κωνσταντίνος του Νικολάου
Πτυχ. Φυσικός
Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων(Computer System Analyst)
π. Πρόεδρος Τοπικού Διαμερίσματος Πετρούσας
π. Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Προσοτσάνης
επ. Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Δραμινών Μελετών


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. Έλληνες και Ρωμαίοι.

Β. Οι Σλάβοι.

Β.1 Τα σλαβικά φύλα
Β.1.1. Σλαβικές επιδρομές
Β.1.2. Μετοικήσεις  Σλάβων στη Μικρά Ασία
Β.1.3. Σλαβηνίες, οι εγκαταστάσεις ομάδων Σλάβων στα βυζαντινά           εδάφη.
Β.4. Κοινωνική δομή των σλαβηνιών 
Β.5. Η αποσλαβοποίηση των Σλαβηνιών
Β.2 Σλαβικός Πολιτισμός

Γ. Οι Βούλγαροι

 Γ.1. Οι Σλάβοι της Μοισίας, οι Πρωτοβούλγαροι και οι Σλαβοβούλγαροι.
Γ.2.Οι διαφορές των Σλάβων των σλαβηνιών και των Σλαβοβουλγάρων.
Γ.3 Οι επιδρομές των Βουλγάρων στην Θρακομακεδονία.
Γ.4 ΟΙ Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία.
Γ.5. Οι Βογόμιλοι, οι αντιεξουσιαστές του μεσαίωνα.

Δ. Οι Σλαβικές γλώσσες
Δ.1. Η Προσλαβική γλώσσα (Proto-Slavic-Urslawisch ) και η εξέλιξή τηςΔ.2. Η Παλαιοσλαβονική και η ΣλαβοβουλγαρικήΔ.3  Η Ελλληνοσλαβική γλώσσα
          Δ.3.1. Η εμφάνιση της ελληνοσλαβικής.
           Δ.3.2. Η ελληνοσλαβική στην Τουρκοκρατία.
           Δ.3.3. Η ελληνοσλαβική σήμερα

Δ.4 Η ελληνοσλαβική, η σλαβοβουλγαρική και τα «βουλγαρικά» κατά την ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ.

Ε. Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΡΩΜΙΩΝ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ
 .
Ε.1 Η προετοιμασία της Επανάστασης του γένους 

Ε.1.1. Η Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779)

Ε.2 Η επαναστατική δραστηριότητα τον 19ο αιώνα στη Μακεδονία και την Βουλγαρία.

ΣΤ. Πανσλαβισμός και Βουλγαρική Αναγέννηση

ΣΤ.1.ΤΟ ΠΑΝΣΛΑΒΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΣΤ. 2  1η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης (1762-1842)

ΣΤ. 3  2η περίοδος της Βουλγαρικής Αναγέννησης

ΣΤ. 3.1.   Τα πανσλαβικά Συνέδρια
ΣΤ. 3.2. Ο εκβουλγαρισμός των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων
ΣΤ. 3.3. Ο εκβουλγαρισμός των βυζαντινών μητροπόλεων
ΣΤ.3.4. Ο κατασκευασμένος εχθρός: ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
ΣΤ.3.5 Η άνοδος της Βουλγαρικής μεσαίας τάξης.
ΣΤ.3.6 Η πανσλαβική δράση στη Μακεδονία.
ΣΤ.3.6.1. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΣΤ.3.6.2. ΟΙ ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΤΕΣ ΣΤΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΣΤ.3.7. Οι νέες (και ταυτόχρονα παλιές) βουλγαρικές μητροπόλεις.


 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Fikret Adanir, ‘Die Makedonische Frage.’ Steiner Wiesbaden

Douglas Dakin ‘The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913.’

ProfNadia Danova, ‘Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΤΠΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ’

Mehmet Hacisalihoglu, ‘Die Jungtürken und die Makedoische Frage (1890-1918)’

Friedrich Hayer, ‘Die orientalische Frage im kirchlichen Lebenskreis. Das Einwirken der Kirchen des Auslands auf die Emanzipation der orthodoxen Nationen Südeuropas 1804-1912’


Joachim Herrmann ¨Welt der Slawen. Geschichte, Gesellschaft, Kultur¨

Tunali Hilmi   ‘Mazedonien, Seine Vergangenheit, Gegenwart, Zukunft‘, Kairo 1898

Jutta de Jong ‚Der nationale Kern des makedonischen Problems‘

Bruno W. Koppensteiner, ‘Bosnien und die Bogomilen’

Konstantin Kotsowilis, ‘Die griechischen Studenten in München’ München 1995

Leonhard Masing‚ ‚Zur sprachlichen Beurteilung der Makedonischen Slaven‘, St. Petersbug  1890

Rene Pfeilschifter ‚Die Spätantike. Der eine Gott und viele Herrscher‘, C-H-Beck

Torsten Szobries, ‘Sprachliche Aspekte des "nation-building" in Mazedonien Die kommunistische Presse in Vardar-Mazedonien (1940-1943)’

Prof.Dr.Gustav Weigand ‚Ethnographie von Makedonien’. Leipzig 1924

George Veloudis, ‘J. Ph. Fallmerayer und der neugriechische Historismus’

Johann Wilhelm Zinkeisen ‘Geschichte Griechenlands Vom Anfange geschichtlicher Kunde bis auf unser Tage’

Στράτος Θεοδοσίου ‘ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ – H ιστορική πορεία των βαλκανικών κρατών από την κάθοδο των σερβικών φύλων στα Βαλκάνια έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης’

 ‘Τιμαρίων. Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη’. Μετάφραση Π. Βλαχάκος, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ
.
Κρίστε Μισίρκωφ, 'ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ', Εκδόσεις Πετσίβα, Αθήνα 2003

Γριγκόρ Παρλίτσερ (Γρηγόριος Σταυρίδης), ‘ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ’, εκδόσεις Μαύρη Λίστα.


Παΐσιος Χιλανδαρινός, ‘ΣΛΑΒΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ’, Μετάφραση Βαίτσα ΧΑΝΗ-ΜΩΥΣΙΔΟΥ, εκδοτικός Οίκος Αφων. Κυριακίδη α.ε.

Васил Иванов Кънчов, ‘МакедонияЕтнография и статистика (1900)’