18 Ιουλίου 2015

Βάλτε φόρους, βάλτε…


Του Γεωργίου Σουρή.

Βάλετε φόρους βάλετε εις την πτωχή μας ράχη, 
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα, 
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι,
 κι εμείς να σας κοιτάζουμε με μάτι σαν γαρίδα. 
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει, 
βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.


Ό,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει, 
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα,
 μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει, 
φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα, 
του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα, 
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

Ό,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει, 
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει, 
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ΄εμάς το σκυλολόγι,
 κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι΄ αυτό ευγνωμοσύνη. 
Τέτοιοι χωριάτες που ‘μαστε αντέχουμε εις όλα, 
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι, 
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι, 
πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι, 
και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι. 
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη, 
κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.

Μ’ αυτό το νόμο έζησε ο κόσμος και θα ζήσει, 
τη δύναμη του προσκυνά η κάθε κοινωνία. 
Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει, 
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία. 
Φτώχεια και πλούτος – ζήτημα του καθενός αιώνος:
 Ιδού το τέλος κι η αρχή τού φοβερού αγώνος.

Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει, 
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά, 
εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει, 
χωρίς ν’ αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά. 
Κι αν τώρα πάλιν έπεσε απάνω του ο κλήρος, 
πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος-μάρτυς-ήρως.



Ο απολαυστικός Γεώργιος Σουρής έγραψε μια απίστετυη σειρά σκωπτικών στίχων. 

Εύστοχων, σατιρικών, ενοχλητικών αλλά ολότελα αληθινών και πάντα πολυεπίκαιρων. Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει.

Ο Γ. Σουρής παντρεύτηκε το 1881  την Μαρή Κωνσταντινίδη με την οποία και πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή αποκτώντας πέντε παιδιά, ενώ η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, έναν ανέμελα αδέξιο μέσα στην αφοπλιστική του ειλικρίνεια. Πέθανε το 1919 στο Ν. Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.

Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;

Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που’χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’αλλο τσαρούχι.

Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;