2 Αυγούστου 2015

Λαογραφικά: Η ιστορία του Καπνού.

Αναδημοσίευση από το Ηρωικό Δοξάτο
Η ιστορία του τσιγάρου
Ινδιάνος καπνίζων (16ος αιώνας μ.Χ.)

Όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος και οι σύντροφοί του αποβιβάστηκαν, το 1492, στα νησιά Μπαχάμας, ταυτόχρονα με τον Νέο Κόσμο ανακάλυπταν και τον καπνό.

Ένα χρόνο αργότερα, οι καραβέλες της επιστροφής έφεραν στη Γηραιά Ήπειρο το «ιερό» φυτό των ιθαγενών, που χρησιμοποιούσαν τα φύλλα του σε θρησκευτικές τελετές, στη θεραπεία ασθενειών και πληγών, αλλά και ως καθημερινή απόλαυση.



Άνθη καπνού
Προικισμένο με θεραπευτικές ιδιότητες θα το θεωρήσουν αρχικά και οι Ισπανοί και σύντομα στην πρακτική του καπνίσματος θα μυηθούν και άλλοι λαοί της Ευρώπης. 
Η χρήση θα γίνει κατάχρηση, και μετά από έναν αιώνα καθολικής αποδοχής, το κάπνισμα θα αποκτήσει πολέμιους. 
Ενδεικτικές οι αντικαπνιστικές καμπάνιες που αρχίζουν από τον 17ο αιώνα: 
στην Ιταλία οι καπνιστές αφορίζονται από τον Πάπα, 
στην Ρωσία τους ράβδιζαν και τους έκοβαν τη μύτη, 
στην Περσία τους έκοβαν τα χείλη, 
στην Οθωμανική αυτοκρατορία τους απαγχόνιζαν. 

Κανένα μέτρο, όμως, δεν στάθηκε ικανό να ανακόψει την… ανοδική πορεία του καπνού, που από τα τέλη του 17ου αιώνα γίνεται ρυθμιστικός παράγοντας της οικονομίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των ευρωπαϊκών χωρών.

Στην Ελλάδα οι πρώτες καπνοκαλλιέργειες εντοπίζονται  στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του 16ου αιώνα. Σύντομα πολλές πόλεις, όπως η Καβάλα, η Ξάνθη, το Αγρίνιο, ο Βόλος, κ.α., μετατρέπονται σε καπνουπόλεις, καθώς η οικονομική, εργασιακή και πολεοδομική οργάνωσή τους στηρίζονται στην εκμετάλλευση και την εμπορία του καπνού, ο οποίος παραμένει ως τις μέρες μας, πρώτο ή δεύτερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας.



Σταθμοί στο οδοιπορικό αυτό είναι οι παλιές καπναποθήκες στη Μακεδονία και τη Θράκη, οι καπνοβιομήχανοι της διασποράς, οι συνθήκες εργασίας των καπνεργατών, οι κοινωνικοί τους αγώνες και το καπνικό ζήτημα. Επίσης, η εικαστική πλευρά του θέματος που αφορά τα τσιγαρόχαρτα, τις «αποκαλυπτικές» ενίοτε κάρτες τσιγάρων, τις αφίσες και τα κομψά πακέτα άλλων εποχών.

Αφορμή για το αφιέρωμα αυτό στάθηκε το πολυτελές λεύκωμα «Η ιστορία του ελληνικού τσιγάρου» που εκδόθηκε πρόσφατα από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο(Ε.Λ.Ι.Α). 
Την έρευνα και τη συλλογή του υλικού έκανε ο πρόεδρος του Ε.Λ.Ι.Α. κ. Μάνος Χαριτάτος, τα κείμενα και τη μελέτη  η κ. Πηνελόπη Γιακουμάκη Μοραΐτη και την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκδοσης ο κ. Κώστας Τζιμούλης. 

Η έκδοση του μοναδικού αυτού υλικού, που μαζί με τα προσεγμένα κείμενα περιλαμβάνει πάνω από 1250 έγχρωμες φωτογραφίες από διαφημίσεις, πακέτα τσιγάρων, αφίσες, κ.α., δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ευγενική χορηγία της Παπαστράτος Α.Β.Ε.Σ. 

Σημειώνουμε, επίσης, ότι το υλικό αυτό και όσο δεν συμπεριλήφθηκε στον τόμο λόγω έλλειψης χώρου θα εκτεθεί στη έκθεση που οργανώνει το Ε.Λ.Ι.Α. από τις 20 Νοέμβρίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα Μερκούρη».

Με το λεύκωμα  αυτό το Ε.Λ.Ι.Α. εγκαινιάζει μια νέα σειρά εκδόσεων με το αντικείμενο την εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα στην Ελλάδα και τη διασπορά από τις αρχές του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Η συστηματική έρευνα για την καταγραφή αυτών των δραστηριοτήτων πραγματοποιείται εδώ και χρόνια από το Ε.Λ.Ι.Α. το οποίο εμπλουτίζει τις συλλογές του με εφήμερα αντικείμενα (τιμολόγια, διαφημιστικά φυλλάδια, εισιτήρια., ετικέτες μπουκαλιών, συσκευασίες προϊόντων, κ.α.), που σπάνια διαφυλάσσονται, αλλά αποτελούν τεκμήρια εξαιρετικής σημασίας για την ανασυγκρότηση του καθημερινού βίου.

Η πανάρχαια χρήση του καπνού από τους Ινδιάνους και η μεταφορά του στη Γηραιά Ήπειρο

Το 1492 ο Χριστόφορος Κολόμβος, ταυτόχρονα με την Αμερική ανακάλυψε και τον καπνό. 


Στα νησιά του αρχιπελάγους των Μπαχάμας, όπου αποβιβάστηκαν οι πρώτοι θαλασσοπόροι, η χρήση του φυτού του καπνού ήταν πολύ διαδεδομένη. Φύτρωνε σε άγρια μορφή και εχρησιμοποιείτο από τους Ινδιάνους της Αμερικής σε θρησκευτικές τελετές και στη θεραπεία ασθενειών  και πληγών. 

Από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή του Yucatan, ανακαλύφθηκε σκόνη φύλλων καπνού σε αντικείμενα που χρονολογούνται προ 15.000 ετών!

Στην Ευρώπη οι σπόροι καπνού μεταφέρθηκαν με τις ισπανικές καραβέλλες στην Ιβηρική χερσόνησο και σχεδόν ταυτόχρονα Ολλανδοί ναυτικοί εισήγαγαν τον καπνό στο Βέλγιο.

 Η παράδοση θέλει πρώτο εισαγωγέα καπνού στη Γηραιά Ήπειρο τον Ισπανό ναύτη του Κολόμβου Rodrigo de Jerez ο οποίος και φυλακίσθηκε κατηγορούμενος ως μάγος κατεχόμενος από δαιμόνια επειδή… έβγαζε καπνούς από τη μύτη και το στόμα!

Γύρω στα 1550 αναφέρονται οι πρώτες καπνοκαλλιέργειες στην Πορτογαλία και την Ισπανία.

Ετυμολογικές ερμηνείες της ευρωπαϊκής ονομασίας tobacco που δόθηκε στο νεόφερτο φυτό υπήρξαν πολλές. 
Επικρατέστερη φέρεται αυτή που παραπέμπει στο όνομα του νησιού των Αντιλλών Ταμπάγκο.

Μέσα του 16ου αιώνα άρχισε η εξάπλωση του καπνού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με ορμητήριο την Ισπανία και την Πορτογαλία. Αρχικά επιστεύετο ότι η χρήση του ήταν θεραπευτική και του απεδίδοντο ιδιότητες σχεδόν θαυματουργές. Με το χρόνο η θεραπευτική αξία του αμφισβητήθηκε, η χρήση του όμως παρέμεινε και έγινε κατάχρηση. Η Γηραιά Ήπειρος κάπνιζε για απόλυση.

 Στην Αγγλία εσυνωστίζοντο στα smoking parties όπου εδιδάσκετο η τέχνη του καπνίσματος  και οι σχολικές τσάντες των μαθητών μετέφεραν παραγεμισμένες πίπες καπνού που θα καπνίζονταν υπό την προτροπή και εποπτεία του δασκάλου.

Σφοδρές αντιδράσεις που ενέπλεκαν θρησκεία, ηθική και υγεία καθώς και «ιεροί» πόλεμοι ξέσπασαν εναντίον του καπνού. Αφορισμοί του Πάπα, συγγράμματα, εγκύκλιοι, πρόστιμα επιβάλλονταν στους χρήστες. 
Στην Ιταλία τους αφόριζαν, στην Ρωσία τους ράβδιζαν και τους έκοβαν την μύτη, στην Περσία  τους έκοβαν τα χείλη, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τους απαγχόνιζαν. 
Κανένα μέτρο δεν στάθηκε ικανό να ανακόψει την πορεία του καπνού.

Με το πέρασμα του χρόνου, όταν η χρήση του καπνού γενικεύθηκε, οι διάφοροι τρόποι καπνίσματος που επέβαλλαν κατά καιρούς τα ήθη και έθιμα, έγιναν στοιχείο αναγνώρισης και παρουσίας στον κοινωνικό χώρο. 

Ξεκινώντας από το κάπνισμα των τυλιγμένων φύλλων καπνού των συντρόφων του Κολόμβου, επινοήθηκαν ποικίλοι τρόποι για να μεγιστοποιηθεί η απόλαυση: πίπες, ναργιλέδες, πρέζες καπνού, τσιγάρα.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Από ταξιδιωτικά συγγράμματα δυτικών περιηγητών πληροφορούμαστε ότι η χρήση του καπνού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν γνωστή πριν από το τέλος του 16ου αιώνα.

Την εποχή εκείνη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία απλώνεται στα εδάφη της σύγχρονης Ελλάδας, Μ. Ασίας, Μαύρης Θάλασσας, Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας. Η Κωνσταντινούπολη μέχρι την επικράτηση των χερσαίων συγκοινωνιακών μέσων αποτελούσε το σπουδαιότερο διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Πιθανολογείται ότι η εισαγωγή του καπνού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε από το πολυσύχναστο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης περίπου το 1580, από Βενετσιάνους ή Γενοβέζους εμπόρους.

Επί έναν αιώνα, μέχρι το 1687, η χρήση του καπνού ήταν περιορισμένη λόγω των αυστηρών κρατικών περιοριστικών μέτρων. 
Τη χρονολογία αυτή, ο Σουλεϊμάν ο Β΄ επιτρέπει την καπνοκαλλιέργεια και επιβάλλει φόρους και δασμούς.

Οι κλιματολογικές συνθήκες και το έδαφος στα παράλια της Μ. Ασίας, της Μαύρης Θάλασσας, στα νησιά και τις περιοχές της σύγχρονης Ελλάδας, ευνόησαν τις καπνοκαλλιέργειες και δημιούργησαν μικρόφυλλες γευστικές και αρωματικές ποικιλίες καπνού, τα περίφημα ανατολικά καπνά, τα οποία έμελλε να μονοπωλήσουν τις προτιμήσεις των καπνιστών ανά τον κόσμο για τον αιώνα που ακολούθησε και να αναδείξουν Έλληνες καπνέμπορους σε δεινούς επιχειρηματίες ανά την υφήλιο.


Στην Ελλάδα

Τα πρώτα στοιχεία για την εισαγωγή του καπνού στην Ελλάδα αντλούνται από το ταξιδιωτικό σύγγραμμα του Pouqueville «Περιηγήσεις στην Ελλάδα» που εκδόθηκε το 1820. 

Σύμφωνα με την αφήγηση του περιηγητού, ως εισαγωγείς φέρονται δύο Γάλλοι που μεταξύ του 1573 και 1589 καλλιεργούσαν καπνό στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. 

Αργότερα κατά τον 17ο αιώνα, οι αναφορές για καπνοκαλλιέργειες πληθαίνουν.
 Στην Ελληνική Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια που εκδόθηκε το 1815 στη Βενετία, αναφέρεται ότι στη Μακεδονία, επαρχία τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι καπνοκαλλιέργειες τον 17ο αιώνα καταλάμβαναν μεγάλες εκτάσεις.


Κατά τη σύσταση του Ελληνικού Βασιλείου, σύμφωνα με το σύγγραμμα του Βαυαρού προξένου Strong που εκδόθηκε το 1842, η καλλιέργεια του καπνού στην Παλαιά Ελλάδα περιοριζόταν στις περιφέρειες Λιβαδειάς, Άργους, Καλαμιών, και  έφθανε στις 450.000 οκάδες.
Με τις διαδοχικές προσκτήσεις νέων ελληνικών εδαφών και ιδιαίτερα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, όταν προσαρτώνται οι εκτενείς καπνοπαραγωγικές μακεδονικές εκτάσεις, η εμπορία του καπνού γίνεται σπουδαίος ρυθμιστικός παράγων της οικονομίας της χώρας.

Ο καπνός αποτέλεσε και αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες καλλιέργειες της ελληνικής υπαίθρου. 
Για τη μεταποίηση των φύλλων του δημιουργήθηκε μια εύρωστη βιομηχανία και από την εποχή που φορολογήθηκε, το 1883, υπήρξε πολύτιμη πηγή εσόδων για το ελληνικό κράτος.

Καλλιέργεια, επεξεργασία και οικονομική σημασία του καπνού από τον προηγούμενο αιώνα έως σήμερα

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ σημασία του καπνού, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα το πρώτο ή δεύτερο σε αξία αγροτικό εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας, είναι αναμφισβήτητη.

Η συμβολή των εξαγωγών καπνού στο ισοζύγιο  εξωτερικών  συναλλαγών της Χώρας αυξήθηκε δραστικά μετά το 1912-13, όταν με τα απελευθέρωνα εδάφη εντάχθηκαν στον εθνικό κορμό η Μακεδονία και η Θράκη. 

Από τη δεκαετία του ’60, η συμβολή αυτή μειώνεται δραστικά: 3% την περίοδο 1880-1910, 19% 1910-20, 48%  1920-40, 40% 1945-60, 29% 1960-70, 8% 1970-80, και 4% 1991-95.

Ο καπνός αποτελεί ιδιαίτερα προσοδοφόρα καλλιέργεια, που αποκτά ιδιαίτερη σημασία εάν λάβουμε υπόψη μας ότι χρησιμοποιεί εδάφη στα οποία δεν μπορούν να καλλιεργηθούν αλλά προϊόντα. Εξάλλου για την καλλιέργεια και την επεξεργασίας του καπνού ασχολούνται πολλοί εργαζόμενοι, ακόμη και σήμερα που η σημασία  του έχει μειωθεί δραστικά.

Συγκεκριμένα, το 1995 απασχολούνταν 70.000 αγρότες -10% συνόλου και 10.000 εργαζόμενοι στην καπνεργασία και στη βιομηχανία καπνού. Τέλος, η φορολόγηση των προϊόντων καπνού είναι βασική πηγή εσόδων, διότι αποτελεί το 10% έμμεσων φόρων και το   5,7% των κρατικών εσόδων.

Ο καπνός είναι σημαντικός και για άλλους λόφους. Για παράδειγμα, το καπνεμπορικό κεφάλαιο -μαζί με το εφοπλιστικό- ήταν ήδη διεθνοποιημένο από τον 19ο αιώνα, πράγμα που συνέβη σε άλλους τομείς μόνο μετά το πρόσφατο άνοιγμα στα Βαλκάνια.

Επίσης, γύρω από τον καπνό δημιουργήθηκαν «αυτόματα» βιομηχανικές συγκεντρώσεις (industrial districts) και δίκτυα επιχειρήσεων (clusters), τα «καπνοχώρια» και οι «καπνουπόλεις», που βοήθησαν στην ανάπτυξη, αλλά δυστυχώς σε κάποια χρονική στιγμή διαλύθηκαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργία  βιομηχανικών συγκεντρώσεων και δικτύων επιχειρήσεων αποτελούν σήμερα την αιχμή του δόρατος της Ελλάδας όσο και της Ε.Ε. 

Στα «καπνοχώρια» υπήρχε εξειδίκευση στον καπνό (συνεταιρισμοί, δίκτυα πώλησης  κ.λπ.), γεγονός που δημιουργούσε συγκριτικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη της παραγωγής του. 

Όσο για τις «καπνουπόλεις», η οικονομία τους εξαρτιόταν από τη λειτουργία των «καπνομάγαζων», τόσο διότι σε αυτά απασχολούνταν ένα σημαντικό μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού τους, όσο και επειδή τα καπνομάγαζα συνδέονταν με άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

Η ύπαρξη κατάλληλης υλικής υποδομής (π.χ. καπνομάγαζα), ανθρώπινου δυναμικού (π.χ. καπνέμποροι και καπνεργάτες) και υπηρεσιών (π.χ. εταιρίες μεταφορών και μηχανικού εξοπλισμού που ήταν ειδικευμένες στην καπνεργασία) ήταν καθοριστική.

Τέλος, είναι εξαιρετικής σημασίας και η ιστορία του καπνεργατικού κινήματος, που υπήρξε για μεγάλο διάστημα και μέχρι τη δεκαετία του 1950 από τα πιο ισχυρά.


Ανατολικός καπνός

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την έλευση των προσφύγων, πολλοί από τους οποίους ήταν καπνοπαραγωγοί ή καπνέμποροι από Σμύρνη, Σαμσούντα και Κωνσταντινούπολη, το ποσοστό της γεωργικής γης που καλλιεργείται με καπνό αυξήθηκε σημαντικά (0,6% την περίοδο 1890-1910, 1,4% 1911-20, 4,4% 1921-60, 6,4% 1961-95). 
Ο αριθμός των καπνοπαραγωγών αφού έμεινε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα από την απελευθέρωση των «Νέων Χωρών» μέχρι τη δεκαετία του ’70 (160.000), μειώθηκε στους 110.000 μέχρι τη δεκαετία ’80 για να πέσει στους 70.000 το 1995.

Η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή ανατολικού καπνού πολύ καλής ποιότητας και σε πολλές ποικιλίες. 

Υπάρχουν περίπου 80 διαφορετικές ποικιλίες, που με τον Κανονισμό 2501/87 ομαδοποιήθηκαν σε 8 βασικούς τύπους:
 μπασμάς, 
Κατερίνης, 
κάμπα-κουλάκ (κλασική και μη), 
μυρωδάτα, 
τσεμπέλια και 
μαύρα.

 Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ύπαρξη πολλών ποικιλιών αποτελούσε ουσιώδες πλεονέκτημα  γιατί κάθε μία από την πληθώρα των μικρών βιομηχανιών είχε τα δικά της χαρμάνια.

Υπάρχουν σημαντικές προοπτικές στη διεθνή αγορά για τις ποικιλίες μπασμά, Κατερίνης και κάμπα-κουλάκ, που χρησιμοποιούνται στα αμερικάνικα blends.

 Οι κύριες ανταγωνίστριες χώρες είναι η Τουρκία, η Βουλγαρία και οι δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας.

Ο ανατολικός καπνός παράγεται σε πολύ αντίξοες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες, σε εδάφη χαμηλής παραγωγικότητας, ακόμη και σε κεκλιμένα εδάφη, γεγονός καθοριστικό για μια χώρα σαν την Ελλάδα, που ένα μεγάλο τμήμα της είναι ορεινό ή ημιορεινό. Εξάλλου, απαιτεί χαμηλό επίπεδο εκμηχάνισης και εκτεταμένη χρήση εργασίας, γεγονός που αποτελεί πλεονεκτήματα για μια χώρα με χαμηλό δείκτη γεωργικής γης/γεωργό. 

Επίσης, τα καπνά σε αυτές τις  περιοχές αποτελούν τη μοναδική σχεδόν πηγή εισοδήματος (καπνοχώρια) μια και συνήθως δεν υπάρχουνε άλλες δυνατότητες για απασχόλησης (π.χ. στη βιομηχανία ή στον τουρισμό). 

Τέλος, η παραγωγή ανατολικού καπνού δίνει τις πιο υψηλές οικονομικές αποδοχές/καλλιεργούμενη έκταση από όλες τις υπόλοιπες καλλιέργειες (με εξαίρεση μόνο την επιτραπέζια ντομάτα).

Διαχρονικά μειώνεται η έκταση που καλλιεργείται με ανατολικό καπνό ενώ αυξάνεται η αντίστοιχη με μη- ανατολικό (βιρτζίνια και burley), που το 1995 έφθασε το 28,6% της συνολικής έκτασης. 

Η παραγωγή καπνού μετά το 1961 παρουσιάζει μεγάλη άνοδο, λόγω σημαντικών τεχνολογικών εξελίξεων αλλά κυρίως της εισαγωγής του burley και, μετά το 1980, του βιρτζίνια .

Μονοπώληση καπνεμπορίου - καπνοβιομηχανίας

Η καπνεμπορική επιχείρηση αγοράζει τον καπνό από τους παραγωγούς, τον μεταφέρει στις καπναποθήκες/καπνομάγαζά της που γίνεται η «εμπορική επεξεργασία» (δηλ. στέγνωμα, καθάρισμα από χαλασμένα φύλλα, συσκευασία κατά ποιότητες, έλεγχος ζύμωσης) και η διατήρηση του μέχρι την πώληση του στο εξωτερικό. 

Οι κλασικές μέθοδοι εμπορικής επεξεργασίας είναι: 
μπασμάς, 
μπασί μπαγλί, 
κεφαλοδεμένα. 

Το 1925 επικράτησε η χρήση μιας πολύ απλής μεθόδου, της Τόγκα, που από το 1935 άρχισε να γίνεται η κυρίαρχη μέθοδος. 
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής προορίζεται για εξαγωγή. Έτσι, το 1989 οι καπνέμποροι αγόρασαν το 83% καπνού και το 1993 το 99%, ενώ οι καπνοβιομήχανοι το 4,5% και το 1% αντίστοιχα. Το υπόλοιπο αγοράστηκε από το κράτος.

Οι καπνεμπορικές επιχειρήσεις ήταν εξαιρετικά προσοδοφόρες για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του ΄60. Έκτοτε ο αριθμός των καπνεμπορικών επιχειρήσεων μειώνεται συνεχώς και κυρίως αυξάνεται η εξάρτησή τους από μεγάλες καπνοβιομηχανίες (πολυεθνικές) και μετατρέπονται σε πράκτορές της.

Οι καπνοβιομηχανίες αγοράζουν τον καπνό από τους παραγωγούς, τον αποθηκεύουν, κάνουν την εμπορική επεξεργασία και στη συνέχεια παράγουν βιομηχανικά  προϊόντα καπνού (τσιγάρα  καπνός πίπας, κ.λπ.). 

Μέχρι το 1960 οι καπνοβιομηχανίες ήταν υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά καπνό «εσωτερικής κατανάλωσης»

Έκτοτε, η εγκατάλειψη της προστατευτικής πολιτικής του κράτους ακολουθήθηκε από σαφή προτίμηση  των Ελλήνων καταναλωτών για ξένα προϊόντα και οι καπνοβιομηχανίες, για να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό, προσπάθησαν να συγκλίνουν τα ανατολικά τσιγάρα τους με τα blended, χρησιμοποιώντας και καπνά εξαγωγής. 

Στη συνέχεια άρχισαν να παράγουν τσιγάρα blended με άδεια (license) από πολυεθνικές επιχειρήσεις ( όπως Astor, Oscar, Old Navy, Winston, Kent, Marlboro και Camel). 

Υπήρξε μια τεράστια μείωση του αριθμού των καπνοβιομηχανιών από 150 περίπου στο Μεσοπόλεμο, σε 50 μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε 5 σήμερα: Γεωργιάδης (Αθήνα), Παπαστράτος, Κεράνης (Πειραιάς), Καρέλιας (Καλαμάτα), ΣΕΚΑΠ (Ξάνθη).

Χωρική συγκέντρωση

Τόσο η καλλιέργεια όσο και η εμπορική και βιομηχανική επεξεργασία του καπνού είναι έντονα συγκεντρωμένη  χωρικά. Τα καπνά «εσωτερικής κατανάλωσης» συγκεντρώνονται στις περιφέρειες Κ. Ελλάδας  τα 58% (δηλαδή 48% Αιτωλό-Ακαρνανίας  και 10% Φθιώτιδας – Φωκίδας ), Πελοποννήσου 21% και Θεσσαλίας 14%, ενώ τα ανατολικά και προς εξαγωγή συγκεντρώνονται στην Α. Μακεδονία – Θράκη 60% Κ.- Δ. Μακεδονία 17%.

Μέχρι το 1913 τα καπνομάγαζα ήταν συγκεντρωμένα στις κύριες καπνοπαραγωγικές περιοχές του απελευθερωμένου τμήματος της χώρας κα, μάλιστα, επειδή πρόκειται για εξαγωγικό προϊόν και το οδικό δίκτυο είναι υπανάπτυκτο, στα μεγάλα λιμάνια (δηλαδή Βόλο, Ναύπλιο, Μεσολόγγι, Πειραιά, κ.λπ.). 
Η χωροθέτιση των καπνεργοστασίων καθορίστηκε από τα δημόσια καπνεργοστάσια που υπήρχαν στην περίοδο 1883-92, τα οποία ήταν  υποχρεωμένες να λειτουργούν όλες οι καπνοβιομηχανίες και τα οποία ήταν χωροθετημένα στις πρωτεύουσες των νομών.

Από το 1913, με την απελευθέρωση των νέων εδαφών και έως 1965 το κέντρο βάρους της παραγωγής καπνού για εξαγωγή μετατοπίστηκε στις περιφέρειες Αν. Μακεδονίας – Θράκης  και Κ. Δ. Μακεδονίας γεγονός που επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη χωροθέτιση των καπνομάγαζων. 
Οι καπνεμπορικές επιχειρήσεις άπλωσαν τις δραστηριότητές  τους εκεί και σύντομα δημιουργήθηκαν (αναβίωσαν) σημαντικά κέντρα επεξεργασίας («καπνουπόλεις») πως οι Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Ξάνθη, Δράμα, Σέρρες  και Κατερίνη.

Όσον αφορά τα καπνεργοστάσια δεν παρατηρήθηκε καμία τάση εναχωρωθέτησής τους. Αυτό εν με οφείλεται στο ότι το κέντρο βάρους των περιοχών παραγωγή καπνού  για εσωτερική κατανάλωση παρέμεινε στις ίδιες περιοχές (δηλαδή Στερεά Ελλάδα – νομοί Αιτωλοακαρνανίας, Φθιώτιδας/Φωκίδας, Εύβοια, Πελοπόννησο, Θεσσαλία  και Ήπειρο). Η συγκέντρωση αύτη στο νότιο τμήμα της χώρας έδωσε πλεονεκτήματα  σε εκείνες τις καπνοβιομηχανίες  που χωροθετούνταν στα μεγάλα αστικά κέντρα αυτών  των  περιοχών (δηλ. Αθήνα – Πειραιά, Καλαμάτα και Βόλο).

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η Κ. Δ. Μακεδονία  ξεπέρασε σε σημασία την καπνοπαραγωγή της Αν. Μακεδονίας – Θράκης γεγονός που συνετέλεσε στην παρακμή των «καπνουπόλεων» Καβάλας, Ξάνθης, Σερρών και Δράμας και στην ανάδειξη της Θεσσαλονίκης, που σήμερα συγκεντρώνει τις 24 από τις 31 επιχειρήσεις.

Στη Θεσσαλονίκη

Το καπνεργοστάσιο της Εταιρείας Μονοπωλίου Οθωμανικών Καπνών(Rejie).

Η συγκέντρωση των καπνομάγαζων στη Θεσσαλονίκη και η απομάκρυνση τους από τις «καπνουπόλεις» όπως η Καβάλα οφείλονται στους κάτωθι κυρίους λόγους. 
Οι καπνέμποροι στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος  της  καπνεργασίας - ώστε  ο καπνός  να  γίνει  πιο ανταγωνιστικός στη διεθνή αγορά- μείωναν το  κόστος  εργασίας κυρίως μέσω της «αποειδικευσης» των καπνεργατών.

 Η διαδικασία «αποειδικευσης» απ’ τη  μια  επέτρεπε τη μετακίνηση των επιχειρήσεων απ’ τις  «καπνουπόλεις», όπου  ήταν  συγκεντρωμένοι οι  καπνεργάτες, στη Θεσσαλονίκη, που έχοντας πολύ  μεγαλύτερο πληθυσμό προσέφερε περισσότερες ευκαιρίες εξεύρεσης χαμηλόμισθου εργατικού δυναμικού. 
Από την άλλη, η «ηθική» πίεση που εξασκείτο στους καπνεμπόρους από τους κατοίκους  των «καπνουπόλεων», σε συνδυασμό με την πίεση του συνδικαλιστικού κινήματος των καπνεργατών, να μη μειωθεί η απασχόληση, οδήγησε τους καπνέμπορους στην εγκατάλειψη των «καπνουπόλεων».

Δεύτερον, οι επιχειρήσεις επιδίωκαν την απομάκρυνσή τους από την Καβάλα, όπου υπήρχε παράδοση  μαχητικότητας των καπνεργατών.

Τρίτον, η οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης και η ύπαρξη ικανοποιητικότερης υποδομής (λιμάνι κ.λπ.). Τέλος, οι επιχειρήσεις ήθελαν να μετακινηθούν σε νέα καπνομάγαζα σχεδιασμένα για τη χρήση νέων μηχανημάτων, που παράλληλα θα τους έδινε την ευκαιρία να ρευστοποιήσουν την αξία του οικοπέδου – που με την επέκταση της πόλης είχε βρεθεί σε αρκετά κεντρικό σημείο της.

Όταν  τη  δεκαετία  του ΄60  η καπνοβιομηχανία δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί καπνό εσωτερικής κατανάλωσης έπαψαν να υπάρχουν πλεονεκτήματα για τη χωροθέτιση των καπνεργοστασίων στη Ν. Ελλάδα (Αθήνα – Πειραιά, Καλαμάτα και Βόλο). Μάλιστα, η στροφή στη χρησιμοποίηση καπνού burley, που παραγόταν κύρια στην Κ. Δ. Μακεδονία, έδωσε πλεονεκτήματα  και για χωροθέτιση στη Β. Ελλάδα (βλ. δημιουργία εργοστασίου ΣΕΚΑΠ στην Ξάνθη).

Παλιές καπναποθήκες και καπνόσπιτα

Στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη η συστηματική καλλιέργεια καπνού άρχισε γύρω στο 1821. 

Tο 1860 η περιοχή ανήκε στο Σαντζάκι Δράμας που υπάγονταν στο Πασαλίκι της Θεσσαλονίκης. 
Το Σαντζάκι περιελάμβανε τους καζάδες Δράμας, Πραβίου, Καβάλας, Σαρή Σαμπάν, Γενησέας και Κομοτηνής.  Κάλυπτε 1.800.000 στρέμματα και εξυπηρετείτο από τα λιμάνια Καβάλας, Κεραμωτής, Πόρτο Λάγος.

Τα 2/3 της καλλιεργήσιμης γης εκμεταλλεύονταν μικροκαλλιεργητές, το υπόλοιπο 1/3 ήταν τσιφλίκια και τα βασικά προϊόντα δημητριακά, καπνός και βαμβάκι.

Η πρώτη ποικιλία καπνού καλλιεργείτο σε Χρυσούπολη, Γενησέα, Δράμα και Καβάλα, η δεύτερη σε Χρυσούπολη, Δράμα και Γενησέα, η Τρίτη σε Χρυσούπολη, Γενησέα, Δράμα και στο Πράβι και η τέταρτη ήταν μείγμα των τριών πάνω ποικιλιών και η καλλιέργεια της γινόταν στη Γενησέα και την Καβάλα. Η Γενησέα και η Χρυσούπολη είχαν εξαιρετικά καπνά γνωστά σε όλη την Τουρκία με την ονομασία χρυσόφυλλα.

Οι καπνοπαραγωγοί παρέδιδαν τα καπνά στους καπνεμπόρους που τα επεξεργάζονταν στις πόλεις Καβάλα, Ξάνθη, Γενησέα, Ελευθερούπολη, Δράμα, Δοξάτο, σε χάνια και σε μισθωμένες  αποθήκες. Σύντομα οι μεγάλοι καπνέμποροι και οι εξαγωγικοί οίκοι οικοδόμησαν ιδιόκτητες καπναποθήκες δαπανώντας τεράστια ποσά.  Στη Καβάλα για παράδειγμα η εταιρεία ΑΒΒΟΤ ξόδεψε 15000 λίρες Αγγλίας ποσό τεράστιο για την εποχή.

Τα περισσότερα καπνά της Ξάνθης, της Γενησέας και της Κομοτηνής εξάγονταν στην Τουρκία στα μέσα του 19ου αιώνα από το Πόρτο Λάγος. Όμως, το κύριο εξαγωγικό εμπόριο προς την Ευρώπη γινόταν δια μέσου του λιμένα της Καβάλας. Η πόλη ήταν ήδη έδρα πολλών προξενείων που εξυπηρετούσαν τους εμπορικούς οίκους. Η ραγδαία ανάπτυξη του καπνεμπορίου ανέδειξε την Καβάλα στην 3ετία 1909-1912 σε πρώτο εξαγωγικό λιμάνι της Μακεδονίας με τετραπλάσιες εξαγωγές σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη.

Καπναποθήκες


Οι πρώτες καπναποθήκες της Καβάλας κτίζονται στην παραλία της το 1860. 
Είναι κτίρια διώροφα, ορθογώνιας κάτοψης με πολλά συμμετρικά ανοίγματα στην πρόσοψη και λιγότερα στις άλλες όψεις, μονόχωρα, κτισμένα με πέτρα και ξύλο και στεγασμένα με ξύλινες τετράριχτες στέγες καλυμμένες με βυζαντινά κεραμίδια. Ανήκουν στους Έλληνες καπνέμπορους Βάρδα, Γρηγοριάδη, Τζιμούρτα, Φέσσα, Φώσκολο, Ναλμπάντη, Ν. Τζιμούρτο, Σ. Τζιμούρτο, Ι. Τζιμούρτο, Κ. Φέσσα,          Γ. Κασάπη, Κ. Ρηγανέζη, Α. Σολού, Π. Φώσκολο, Μ. Φώσκολο, Αφούς Φέσσα,     Δ. Τόκο, Κ. Εμφιετζόγλου, Μ. Σπόντη, Γ. Ιορδάνου κ.λπ.

Στη Δράμα η πρώτη καπναποθήκη χτίζεται το 1874 στην περιοχή των πηγών Αγίας Βαρβάρας. 

Η επιλογή της περιοχής αυτής με την έντονη υγρασία ήταν σκόπιμη, γιατί βοηθούσε στην αποθήκευση και επεξεργασία του καπνού υπό ειδικές συνθήκες υγρασίας. Παρόμοια περιοχή με υγρασία, συχνά πλημμυρισμένη είναι και η περιοχή που επιλέχτηκε και στην Ξάνθη για την οικοδόμηση των καπναποθηκών.  Βρίσκεται νοτιανατολικά της πόλης, στον κάμπο κοντά στην σιδηροδρομική γραμμή και κοντά στον δρόμο προς τη Γενησέα, το ονομαστό κέντρο παραγωγής του χρυσόφυλλου.

Στην αρχή του 20ου αιώνα στην Καβάλα έχει διαμορφωθεί η παραθαλάσσια σειρά των καπναποθηκών. Η πόλη είναι το μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας καπνού των Βαλκανίων.

Οι  καπναποθήκες της εποχής αυτής σε όλες τις πόλεις είναι πολύ μεγαλύτερες, πολυώροφες και μόνο στην Ξάνθη εξακολουθούν να είναι διώροφες με υπόγειο. Κτισμένες με πέτρα και ξύλο, στεγάζονται με μια, δύο ή περισσότερες ξύλινες δίριχτες στέγες στην Καβάλα και μια ενιαία στις άλλες πόλεις.

Χαρακτηρίζονται από τα πολλά συμμετρικά ανοίγματα και από τα τριγωνικά αετώματα των στεγών τους που συχνά φέρουν φεγγίτες ορθογώνιους ή κυκλικούς. Ταινίες χωρίζουν τα πατώματα και τονίζουν τον οριζόντιο άξονα. Η μορφολογία τους είναι λαϊκή νεοκλασική, αλλά υπάρχουν και εκλεκτικιστικά δείγματα καθώς και νεότερα art deco, ενώ σπάνια μερικές αποδίδονται στο γερμανικό νεοκλασικισμό (Καβάλα).

Το εσωτερικό των καπναποθηκών είναι ενιαίο. 
Στα πρώτα πατώματα τους, αποθηκεύονται τα ανεπεξέργαστα καπνά, αραδιασμένα πάνω σε κρεβαταριές  για να αερίζονται και να μην σαπίζουν. Τη φροντίδα αυτών των καπνών έχουν οι στοιβαδόροι, που μεταφέρουν στην πλάτη τους ανεπεξέργαστα δέματα στα σαλόνια της επεξεργασίας και όταν αυτά γίνουν δέματα, τα μεταφέρουν πάλι στις κρεβαταριές για να στεγνώσουν.

Τα σαλόνια βρίσκονται στα τελευταία πατώματα των καπναποθηκών και εδώ γίνεται η επεξεργασία του καπνού με το φως της ημέρας, από άντρες και γυναίκες. 

Τα πρώτα χέρια της επεξεργασίας, οι εξαστρατζίδες ή ντεξίδες, κάθονται στο πάτωμα σε μία ψάθα ανά δύο σε κάθε παράθυρο για περισσότερο φως. Τα δεύτερα και τρίτα χέρια κάθονται κοντά στους τοίχους των σαλονιών, ανά δύο και αυτοί, με τις πλάτες κολλητές. Οι καπνεργάτες, οι πασταλτζίδες που αναλογούν μια σε δυο ντεξίδες, κάθονται ομοίως σταυροπόδι σε ψάθα απέναντι από τους ντεξίδες, σε απόσταση μισού μέτρου. Οι ντεξίδες με τη βοήθεια των πασταλτζίδων διαλέγουν τα ανεπεξέργαστα καπνά και τα μετατρέπουν σε δέματα ανάλογα με την ποιότητά τους.

Η περίοδος της επεξεργασίας του καπνού αρχίζει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο. Σπάνια συνεχίζεται ως τα Χριστούγεννα.

Καπνεργάτες και καπνεργάτριες


Σε όλες τις πόλεις γρήγορα οργανώνονται σε σωματεία. Δουλεύουν 8 ώρες το καλοκαίρι και 7 ώρες το χειμώνα γιατί το φως δεν επαρκεί.  Με τη Μικρασιατική καταστροφή οι περισσότεροι πρόσφύγες απορροφούνται στα καπνά. Το 1926 το μεροκάματό τους ρυθμίζεται με τις διακυμάνσεις της χρυσής λίρας και καθώς αντιστοιχεί στα 7/25 της είναι το καλύτερο της χώρας.

Πρωτοστατούν στην κοινωνική ζωή των πόλεων και είναι αξιοσημείωτο ότι στην Καβάλα προσφέρουν ένα μεροκάματο το χρόνο για τα σχολεία της πόλης. Παράλληλα όμως υποφέρουν από φυματίωση, ελονοσία και δάγκειο πυρετό.

Το καπνεμπόριο σε κρίση


Με την οικονομική κρίση του 1930 οι εξαγωγές ελαχιστοποιούνται. Το μεροκάματο μειώνεται στις 27 δραχμές για τη γυναίκα και 50 για τον άντρα. Το 1993 οι καπνέμποροι εγκαταλείπουν την κλασσική επεξεργασία και εισάγουν την τόγκα, κατά την οποία τα φύλλα χωρίζονται μεν ποιοτικά, όμως δεν δεματοποιούνται αλλά τσαλακώνονται στα πατητήρια για να δεματοποιηθούν στο τέλος.

Στην τόγκα δουλεύουν γυναίκες ενώ οι άντρες απολύονται. Μετά από απεργίες και καταλήψεις επιτυγχάνεται η ισότιμη συμμετοχή των ανδρών στην τόγκα και η κατοχύρωση του επαγγέλματος, η οποία αίρεται το 1953. Σήμερα μόνο ελάχιστες καπναποθήκες λειτουργούν στην Ξάνθη και στην Καβάλα. Άλλωστε οι περισσότερες καπναποθήκες έχουν ήδη κατεδαφιστεί.

Το καπνόσπιτο του Χατζόπουλου


Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ των καπνόφυλλων που γινόταν στο σπίτι, απαιτούσε πολυμερή οικογένεια και ειδικούς χώρους. Ένα χώρο ευάερο για το μπρούλιασμα, χώρους για το κρέμασμα, χώρο για το παστάλιασμα, μέρος για τη λόκβα. Όλα αυτά επιλύθηκαν σοφά με το χρόνο.

Ας επισκεφτούμε το παλιό καπνόσπιτο του Χατζόπουλου, στα Άβδηρα Ξάνθης, περιοχή Γενησέας, όπου καλλιεργούνταν τα χρυσόφυλλα.

Το σπίτι είναι διώροφο, πλατυμέτωπο, ανατολικά προσανατολισμένο. Απομονώνεται από το δρόμο με υψηλό μαντρότοιχο και εξυπηρετείται από μεγάλη αυλή με τα κατάλληλα βοηθητικά. Το ισόγειο χαρακτηρίζεται από το χαγιάτι που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της πρόσοψης και είναι διαμπερές στο μεγαλύτερο τμήμα του. 
Έχει δυο νότια δωμάτια και μια βορινή αποθήκη. 
Η λόκβα βρίσκεται κοντά στην είσοδο του Ν.Δ. δωματίου, μάλιστα το μεγαλύτερο τμήμα της ανοίγεται κάτω απ΄ αυτό. Από το χαγιάτι μια ευθύγραμμη σκάλα οδηγεί στον όροφο, σ’ ένα αταβάνωτο χαγιάτι όμοιας μορφής με του ισογείου, στη σάλα του σπιτιού. Απ’ εδώ αυλίζεται ο όντας, η υποδοχή του σπιτιού με τα μιντέρια και το περίτεχνο ταβάνι. 
Η ταβανωμένη κουζίνα έχει τζάκι και κόγχες και παράθυρα στο νότο. Μια ακόμη κάμαρα με δυτικά παράθυρα αταβάνωτη, με μεσάντρα υπάρχει σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι, κάτοψης ορόφου 165 τετρ.μέτρων.

Οι τοίχοι του είναι κτισμένοι με πέτρα και ξυλοδεσιές. Οι εσωτερικοί τοίχοι του όντα που επεξεργάζονται σχηματίζοντας σαχνισί, είναι φτιαγμένοι από τσατμά. Όλα τα ξύλα είναι μεσέδες, δρύινα. Η κάλυψη γίνεται με βυζαντινά κεραμίδια. Τα πατώματα είναι ισόγειο από πατημένο κοκκινόχωμα, ενώ στον όροφο καλύπτονται από ξύλινες σανίδες. Η επίπλωση περιορίζεται στα μιντέρια και στις μεσάντρες. Η μόνη πολυτέλεια περιορίζεται στο ξύλινο ταβάνι του οντά.

Παρατηρώντας το σπίτι, αναγνωρίζουμε σ’ αυτό ένα σπίτι ηλιακό με κανένα άνοιγμα στο βορρά, χοντρούς τοίχους που αποθηκεύουν θερμότητα και αντιστέκονται στις απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας, χαγιάτια στα νοτιοανατολικά που επιτρέπουν τον ήλιο να ζεστάνει το χειμώνα το σπίτι, δημιουργούν όμως σκιά το καλοκαίρι.

Στο σπίτι αυτό το μπρούλιασμα γινόταν στο χαγιάτι του ισογείου, το κρέμασμα στα ζευκτά της σάλας, το παστάλιασμα στο δωμάτιο του ισογείου που βρίσκεται κοντά στη λόκβα και η αποθήκευση των δεμάτων στη δροσερή ανήλιαγη αποθήκη του ισογείου.

Η καλλιέργεια του καπνού

«Καπνοσκάλισμα» Δημιουργία του ζωγράφου, Άγγελου Κουγιουμτζή.
ΤΟ ΦΥΤΟ του καπνού σπέρνεται το Μάρτιο. 
Όταν μεγαλώσει λίγο ο χασλαμάς φυτεύεται τον Ιούνιο σε ευθείες γραμμές. 
Μέσα στον ίδιο μήνα ακολουθεί το σκάλισμα. 
Από Ιούλιο ως Σεπτέμβριο με το πρώτο φως του ήλιου, γίνεται το διαδοχικό σπάσιμο των φύλλων. 
Κουγιουμτζής Άγγελος-Καπνομάζεμα
 Προκύπτουν έτσι ομάδες φύλλων, ουρτάς, μάνα, - το καλύτερο φύλλο με το βαρύτερο κοτσάνι – δευτερομάνα, ούτσιαλτι. Μετά ακολουθεί το μπούρλιασμα των φύλλων ( το πέρασμα σε κλωστή ) και το κρέμασμα για να στεγνώσουν τα φύλλα.

Τον Οκτώβριο γίνεται το παστάλιασμα ( τοποθέτηση των φύλλων το ένα πάνω στο άλλο ) ανά κατηγορία. Τα ξερά φύλλα κρεμιούνται πρώτα σ΄ έναν ειδικό χώρο, σκαμμένο στο ισόγειο του σπιτιού, στη λόκβα ή γίσβα όπου η υγρασία τα μαλακώνει. 

Όσο διαρκεί το παστάλιασμα ο νοικοκύρης μεταφέρει λίγα λίγα τα φύλλα, για να μην ξεραθούν εν τω μεταξύ, στο δωμάτιο όπου εργάζεται η οικογένειά του. Τον Ιανουάριο γίνονται τα δέματα, που αποθηκεύονται σε υπόγειο υγρό χώρο, για να διατηρούν το βάρος του.
 «Καπνεργάτες στιβαδώροι»Δημιουργία του ζωγράφου Άγγελου Κουγιουμτζή.

Το προϊόν παρέμενε στον παραγωγό μέχρι την παράδοση στο μεσίτη ή στον καπνέμπορο. Κατόπιν κάθε Απρίλιο ο καπνός μεταφερόταν στα λιμάνια του Πόρτο Λάγος και της Καβάλας. Εκεί αποθηκευόταν σε ειδικούς χώρους, υποβαλλόμενος σε ειδική επεξεργασία και μετά φορτώνονταν στα πλοία για εξαγωγή.

Συνθήκες εργασίας των καπνεργατών


Ο ΑΡΙΘΜΟΣ των καπνεργατών και καπνεργατριών της Καβάλας, που δούλευαν στις καπνεμπορικές εταιρίες και μέσα στις 160 καπναποθήκες τις ανήλιες και ανθυγιεινές, ήταν 14.000 το 1992 μέχρι και το 1930. 

Δηλαδή το μισό εργατικό δυναμικό των καπνεργατών της Ελλάδας δούλευε στην Καβάλα. 

Ένα δε μέρος από τους εργάτες αυτούς προερχόταν από τη γύρω περιφέρεια. 

Μόνο οι Θάσιοι υπολογίζονταν σε 2.500 με 3.500 ψυχές.

 Οι ώρες δουλειάς τους το καλοκαίρι ήταν 8 και το χειμώνα 7, γιατί το φως της ημέρας δεν επαρκούσε για 8 ώρες. Το ωράριο δουλειάς ήταν: το καλοκαίρι άρχιζε η δουλειά το πρωί 7 με 11 και το απόγευμα  2 με 6, το χειμώνα 8 το πρωί με 11.30 και το απόγευμα 1.30 με 5. 

Οι εργάτριες επίσης πιάνανε δουλειά ένα τέταρτο αργότερα από τους άνδρες και σχολούσαν ένα τέταρτο αργότερα από αυτούς. 

Οι εργάτριες επίσης κάνανε δεκάλεπτο ομαδικό διάλειμμα δυο φορές την ημέρα, πρωί και απόγευμα. 

Η είσοδος και έξοδος γινόταν με κωδωνοκρουσίες, όπως και τα διαλείμματα. Τα μεροκάματα γράφονταν, αν ο εργάτης έριχνε τη μάρκα του στο κουτί, που βρισκόταν στην είσοδο του μαγαζιού ή με κατάσταση ημερομισθίων, τα οποία έγραφε ο γραμματικός σε ώρα εργασίας. Η πληρωμή γινόταν κάθε Παρασκευή την ώρα της δουλειάς. Σε κάθε κεντρική είσοδο των επιχειρήσεων υπήρχε θυρωρός (καβάζης), που φύλαγε την είσοδο. 

Την ώρα που σχολούσαν οι εργάτες, τους έψαχνε η καβάζαινα. Την ώρα της δουλειάς επιτρέπονταν οι καφέδες και τα αναψυκτικά από τα κοντινά καφενεδάκια. 

Η εργοδοτική συμπεριφορά προς τους εργάτες ήταν ανάλογη με τις περιστάσεις. 

Όταν υπήρχε ζήτηση εργατών, επικρατούσε σχετική ελευθερία. Όταν όμως περιοριζόταν η δουλειά, άρχιζε η εργοδοτική τρομοκρατία με απειλές, διωξίματα και άλλα εργοδοτικά καμώματα, που απέβλεπαν να παίρνουν όλο και περισσότερη δουλειά από τους εργάτες. Στα σαλόνια όμως της επεξεργασίας, εν γνώσει των επιχειρήσεων, έπρεπε να εκλεγεί νόμιμα ο προϊστάμενος του σαλονιού, ο οποίος ήταν μέλος του σωματείου και εκπροσωπούσε όλους τους εργάτες του σαλονιού.

Με την έναρξη της επεξεργασίας, του καπνού, το σωματείο των καπνεργατών, ΚΕΚ, ήταν υποχρεωμένο να συνδεθεί οργανωτικά με τους εργαζομένους των καπνεμπορικών επιχειρήσεων. 

Με βάση τα σαλόνια επεξεργασίας ο προϊστάμενος κάθε σαλονιού έπαιρνε μέρος στις συσκέψεις, που γίνονταν τακτικά, με προϊσταμένους άλλων σαλονιών και άλλων επιχειρήσεων.

 Είχε τακτικές επαφές και συνεργασίες με το γεν. γραμματέα του σωματείου και ενημέρωνε σχετικά τους εργάτες για κάθε θέμα που προέκυπτε.

Ενδιαφερόταν να μην παραβιάζεται το 8ωρο, να εφαρμόζεται σωστά η σύμβαση, ακόμη να υπερασπίζεται αυτούς που τυχόν διώχνονταν από τη δουλεία και γενικά να μεσολαβεί, στα διάφορα ζητήματα που προέκυπταν, μεταξύ εργατών και εργοδοτών.

 Ήταν υποχρεωμένος ακόμη εν ώρα εργασίας να εισπράττει τις συνδρομές των μελών της ΚΕΚ, να κάνει έκτακτο έρανο, να πουλά εργατικές εφημερίδες, μέχρι και το  «Ριζοσπάστη», την αγαπημένη εφημερίδα των καπνεργατών.

Αυτές ήταν οι συνθήκες δουλειάς των 14 χιλιάδων εργατών της Καβάλας, που η πόλη της έμοιαζε με πραγματική κυψέλη, όταν το ανθρώπινο αυτό μελίσσι μπαινόβγαινε στις καπναποθήκες. Με το σχόλασμα πρώτα των ανδρών οι στενοί δρόμοι της πλημμύριζαν από μια μάζα ανθρώπων που από μακριά διέκρινες μόνο τα κεφάλια τους, καλυμμένα με κόκκινα φέσια και άσπρα ψαθάκια.

Μέχρι να γίνει αποσυμφόρηση των δρόμων από τους άνδρες, σε 10 λεπτά της  ώρας, επακολουθούσε δεύτερο κύμα πλημμύρας. Αυτήν τη φορά από γυναίκες ντυμένες με μαύρες ποδιές και πολύχρωμες ομπρέλες, που κρατούσαν ανοικτές, για να προφυλαχτούν από τον καλοκαιρινό καυτό ήλιο.

Τα κτίρια, ο αστικός χώρος και η εικόνα της πόλης


Η Περιοχή της Θεσσαλονίκης στη Μακεδονία και της Ξάνθης στη Θράκη ήταν από τις πρώτες όπου διαδόθηκε η καλλιέργεια του καπνού ήδη από τον 17ο αιώνα. Η εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα μεγάλος αριθμός των οποίων απασχολούνταν στην καλλιέργεια και την εμπορία του καπνού συνέβαλε με αποφασιστικό τρόπο στην αύξηση της παραγωγής.

Η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις τρεις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αγορές (μαζί με τη Δρέσδη και το Αμβούργο) για τα καπνά της Ανατολής και ιδιαίτερα για τον καπνό της Μακεδονίας που ήταν περιζήτητος από όλους τους μεγάλους εμπορικούς οίκους της Ευρώπης και της Αμερικής.

Η εμπορία και η επεξεργασία του καπνού αποτελούσε μια από τις βάσεις της οικονομικής ευημερίας της πόλης: η Θεσσαλονίκης  έγινε έδρα εμπορικών οίκων από όλες τις χώρες της Βαλκανικής, μεγάλων αμερικανικών εταιριών (Glenn, Tobacco, American, Gary, Alston Tobacco) ελληνοβρετανικών (Commercial of Salonica) γερμανικών (Herzog) καθώς και μονοπώλιον πολλών ευρωπαϊκών χωρών (Ιταλίας Αυστρίας ). Από το 1884 και μέχρι το 1912 λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη το εργοστάσιο της Εταιρίας του Μονοπωλίου των οθωμανικών καπνών «Regie» αυστριακών και γαλλικών κεφαλαίων, που παρασκεύαζε επεξεργασμένο καπνό και τσιγάρα για τις αγορές του εξωτερικού.

Από την απελευθέρωση και μετά ο αριθμός των εμπορικών αυτών οίκων αυξάνεται διαρκώς με κορύφωση το μέσον της δεκαετίας  του 1920. Οι περισσότεροι από αυτούς διαθέτουν ιδιόκτητες αποθήκες και συγκροτήματα. Ανάμεσά τους οι Μιχαηλίδης, Τορνιβούκας, Γαβριήλογλου, Φραγκουλίδης, Γλεούδης, Καραγιαννίδης, Παπαστράτος, Χατζηγεωργίου, Ναξιάδης, Βοιβόδας, Μοσκώφ και οι εταιρίες Αυστροελληνική και Commercial.

Παράλληλα με τον καπνοβιομηχανικό κλάδο αναπτύχθηκε από το 1929 και μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και  σιγαρεττοβιομηχανία με σημαντικότερες επιχειρήσεις, αυτές των εταιριών «Βάλκαν», «Νέστος»,     «Άτλας» και «Salonica».

Με την αλλαγή της οικονομικής κατάστασης το 1929 επιτείνεται ο ανταγωνισμός της διεθνούς καπνοβιομηχανίας, ο οποίος μαζί με τις παράλληλες τάσεις συγκεντρωτισμού της παραγωγής στο κέντρο, οδηγεί σε μια σταδιακή παρακμή του καπνοβιομηχανικού κλάδου. 

Η Θεσσαλονίκη παραμένει σημαντικό συλλεκτικό καπνεμπορικό και εξαγωγικό κέντρο ενώ σημαντική ανάκαμψη θα γνωρίσει ο κλάδος στη δεκαετία του 19ου οπότε κατασκευάζεται  και σε νέων αποθηκών στις    δυτικές περιοχές της πόλης.

Η εμπορική επεξεργασία του καπνού στεγαζόταν αρχικά σε παλιές αποθήκες στη περιοχή του λιμανιού και της πλατείας Βαρδαρίου. Στα πρώτα σύγχρονα κτίρια καπναποθηκών κτίζονται μετά το 1924 και εντάσσονται στο νέο σχέδιο της πόλης, χαρακτηρίζοντας με τη μορφή και τον όγκο τους, περιοχές ολόκληρες από το λιμάνι ως το διοικητήριο. Επίσης, οι καπναποθήκες ως μη υγιείς χώροι βιομηχανικής παραγωγής, εκμεταλλεύονται τη χρήση σκελετού από μπετόν και τις ευνοϊκές διαστάσεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού για την καθ’ ύψους ανάπτυξη των χωρών επεξεργασίας και αποθήκευσης καπνών.

Οι καπναποθήκες που κτίζονται στην πυρίκαυστο, και κυρίως στον τομέα, τον κατ’ εξοχήν εμπορικό άμεση γειτνίαση με τις αστικές πολυκατοικίες, ορίζουν ενιαία μορφολογική επεξεργασία, σύμφωνα με πρότυπα αστικής αρχιτεκτονικής εξασφαλίζουν στους ιδιοκτήτες τους την επιδιωκόμενη σημαίνουσα παρουσία στην νοικοδομούμενη πόλη. 

Αναφέρονται ενδεικτικά τις καπναποθήκες Αυστριακού Μονοπωλίου (Νικόπουλος, 1928), Σαμουηλίδου (Φ. Πανούδης, 1924), Τορνιβούκα (Οικονομόπουλος, 1924), Σακκά - Μιχαηλίδη (Νικολόπουλος, 1937) και Salonica (Ε. Μοδιάνο, 1924). Στα κτίρια αυτά παρατηρούνται όλες οι τάσεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής ενταγμένες σε έναν εκλεκτισμό εμπλουτισμένο με τις νεοτερικές μορφές του μοντέρνου κινήματος και του Art Deco που επιδιώκει ως αρχιτεκτονική πρακτική αλλά και ως επιλογή να αποδώσει στις νέες οικοδομές την απαραίτητη διαφοροποιητική και συμβολική αξία για την ιεραρχημένη εκπροσώπηση των ιδιοκτητών τους και να τις καταστήσει δυναμικά σημεία αναφοράς στην νέα εικόνα της ανοικοδομουμένης πόλης.

Μνημεία νεώτερης βιομηχανικής κληρονομιάς

Σταδιακά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλές από τις καπναποθήκες κατεδαφίζονται υπακούοντας στους νόμους της αντιπαροχής άλλες εγκαταλείπονται κι άλλες αλλάζουν χρήσεις.

Στη δεκαετία του 1960 μια σειρά νέων αποθηκών αρχίζει να κτίζεται εκτός παραδοσιακού πυρήνα και με διαφορετικές προδιαγραφές τόσο ως προς τα μεγέθη και την τυπολογία όσο και ως προς την εξωτερική εμφάνιση. Οι χαμηλές τιμές των οικοπέδων η εύκολη πρόσβαση στο εθνικό δίκτυο και η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής λόγω τον επιτρεπόμενων μεγεθών, επέστρεψαν την οικοδόμηση μεγάλου αριθμού αποθηκών οι οποίες ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζουν το περαστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης. Η μορφή των κτιρίων αυτών δεν υποκύπτει στους νομούς της υπεραπλούστευσης και τυποποίησης των αρχών του μοντέρνου κινήματος γεγονός που συντελείται στο πλαίσιο της μαζικής ανοικοδόμησης της εποχής αλλά υπακούει στις συνθετικές αρχές ενός «αναθεωρημένου», μεταπολεμικού μοντερνισμού που αναδεικνύει τα κτίρια αυτά ως μνημεία της νεώτερης βιομηχανικής κληρονομιάς.

Τα προβλήματα και οι κοινωνικοί αγώνες των καπνεργατών στον Μεσοπόλεμο


ΟΙ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΕΣ αποτέλεσαν τον κορμό του ελληνικού εργατικού κινήματος κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Aφενός συγκέντρωναν πολλά από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής τάξης: εποχικότητα απασχόλησης, εργασία με χαρακτηριστικά, δεξιοτεχνίας, σαφής κατανομή εργασιών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αφετέρου αποτελούσαν τον πολυπληθέστερο και πλέον συμπαγή κλάδο της, με ισχυρή συγκέντρωση σε ορισμένες πόλεις (Καβάλα, Δράμα, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βόλος, Αγρίνιο κ.α.), και τον πιο μαχητικό. Για να κατανοήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των καπνεργατών, θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε μέσα στη σφαίρα του λεγομένου «καπνικού ζητήματος» που ήταν από τα πιο φλέγοντα της ελληνικής κοινωνίας στην περίοδο του μεσοπολέμου.

Το καπνικό ζήτημα διακρίνεται σε τρεις περιόδους. 

Η πρώτη, από τον 18ο αι. ως το 1922 είναι η περίοδος που διαμορφώνεται η επαγγελματική ομάδα των καπνεργατών και συγκροτούνται τα δεδομένα της εμπορίας αλλά και της επεξεργασίας του καπνού. Είναι επίσης η περίοδος των νικηφόρων επαγγελματικών αγώνων των καπνεργατών. Ο καπνός ήταν βασικό εξαγωγικό και φημισμένο προϊόν της Μακεδονίας και της Θράκης. Οι δύο πόλεις της Μακεδονίας που λειτουργούσαν ως οργανωτικά κέντρα της καπνοπαραγωγής ήταν η Καβάλα και η Θεσσαλονίκη.

Η Καβάλα είχε περισσότερο χαρακτήρα κέντρου αγοράς καπνών ενώ η Θεσσαλονίκη εκείνον του κέντρου επεξεργασίας. Στην πόλη αυτή συγκεντρωνόταν όλη η παραγωγή καπνού της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, με άλλα λόγια το 25% ως 35% της συνολικής μακεδονικής παραγωγής. 

Από τις αρχές του 20ου αι. άρχισαν να εμφανίζονται οι μεγάλες διεθνείς καπνεμπορικές εταιρίες (Αλλατίνη, Αmerican Company, Hertzog κ.α.) που εξήγαγαν επεξεργασμένο καπνό και απασχολούσαν περίπου 4.000 εργάτες στην κατεργασία του σε όλη τη Μακεδονία. 

Ένα μέρος της παραγωγής καπνών χρησιμοποιούνταν από την Εταιρία Μονοπωλίου Οθωμανικών Καπνών (γνωστή ως Regie) για την παραγωγή τσιγάρων. Η Regie που ιδρύθηκε στα 1873 είχε το δικαίωμα να ελέγχει και να καθορίζει μονοπωλιακά την καλλιέργεια των ποικιλιών του καπνού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να επιβάλλει τις τιμές αγοράς και πώλησης των προϊόντων του καπνού.

Το οθωμανικό μονοπώλιο και οι καπνεξαγωγικές εταιρίες αγόραζαν τα φύλλα καπνού από τους αγρότες και τα υπέβαλλαν σε κατεργασία. 

Τα καθόριζαν και τα χώριζαν κατά ποιότητες και κατά μέγεθος. Στη συνέχεια τα δεματοποιούσαν με διάφορους τρόπους ώστε να διαφυλαχθεί η ποιότητα και το άρωμά τους και να γίνουν ελκυστικά στους ξένους κυρίως πελάτες. Το υψηλό κόστος της επεξεργασίας όμως ώθησε αμερικανικές κυρίως εταιρίες στην πρώτη προσπάθεια εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών από το λιμάνι της Καβάλας στα 1909. 

Ένα άλλο κύμα εξαγωγής ανεπεξέργαστων σημειώθηκε στα 1914 και ξανά στη διετία 1919-1920 και συνοδεύτηκε από την προσπάθεια των καπνεμπόρων να αλλάξουν τους όρους διεξαγωγής της επεξεργασίας. 
Η σημαντικότερη αλλαγή που προσπάθησαν να επιφέρουν ήταν η απαλλαγή των ειδικευομένων εργατών από γυναίκες οι οποίες αμείβονταν με πολύ χαμηλότερο ημερομίσθιο. Το δυσάρεστο γι΄αυτούς ήταν οι δραματικές απεργίες των εργατών οι οποίες καθώς εκδηλώνονταν στη περίοδο της επεξεργασίας ήταν μαζικές και βίαιες.

Οι συγκρούσεις δεν περιορίζονταν μόνο μπροστά στις καπναποθήκες αλλά έπαιρναν τη μορφή γενικευμένης σύρραξης σε όλη την πόλη καθώς οι εργάτες συγκρούονταν με αστυνομικούς και απεργοσπάστες.

 Στα 1919 συγκλήθηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο συνέδριο καπνεργατών της Αν. Μακεδονίας για να συζητήσουν αυτές τις ενέργειες των εμπόρων. Το συνέδριο αποφάσισε τη δημιουργία μιας Κεντρικής Επιτροπής δράσεως στη Καβάλα και τη διεξαγωγή απεργίας η οποία εκδηλώθηκε το Μάρτιο του 1914.

 Η μεγάλη αυτή καπνεργατική απεργία, που συγκλόνισε όλη τη Μακεδονία, οργανώθηκε και καθοδηγήθηκε από τη Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία (Φεντερασιόν), τη σπουδαιότερη σοσιαλιστική οργάνωση της Μακεδονίας, αποτέλεσε τη σοβαρότερη καπνεργατική κινητοποίηση που είχε γίνει ως τότε στο χώρο αυτό και την πρώτη σοβαρή καπνεργατική απεργία που αντιμετώπιζε η ελληνική κυβέρνηση μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας στα 1912. 

Μετά 20 μέρες απεργίας τα περισσότερα αιτήματα των εργατών έγιναν δεκτά από τους καπνεμπόρους.

Πλήγματα και αγώνες


Στη περίοδο από την άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα (1922) ως την έναρξη της διεθνούς οικονομικής κρίσεως (1929) το καπνικό ζήτημα τέθηκε με ιδιαίτερη κοινωνική ένταση, καθώς οι καπνέμποροι φάνηκαν αποφασισμένοι αφενός να μειώσουν το ποσοστό επεξεργασίας των καπνών και αφετέρου να επιβάλουν νέες εργασιακές σχέσεις μέσα σε καπναποθήκες για λόγους μείωσης του κόστους παραγωγής.

 Στο πρόβλημα αυτό ενεπλάκη ενεργά και η κρατική εξουσία παίρνοντας το μέρος των εμπόρων για 2 λόγους. 
Ο πρώτος ήταν ότι η κοινωνική διαμάχη σχετιζόταν με τη τύχη του κυριότερου εξαγωγικού προϊόντος της χώρας και επομένως με τη ροή των συναλλαγματικών εσόδων της. 

Ο δεύτερος ήταν ότι δεν μπορούσε να ανεχτεί τη ριζοσπαστικοποίηση των καπνεργατών στις τάξεις των οποίων εντάχθηκε και ένα μεγάλο ποσοστό των νεοφερμένων προσφύγων. 

Πράγματι, η πολιτική επιρροή του Κ.Κ.Ε είχε ιδιαιτέρως εξαπλωθεί ανάμεσα στους καπνεργάτες. 
Είναι χαρακτηριστικό πως τα μεγαλύτερα ποσοστά του στις εκλογές του 1928 τα είχε επιτύχει στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα που ήταν καπνουπόλεις. 

Το Κομουνιστικό κόμμα επηρέαζε τη μεγαλύτερη ομοσπονδία των καπνεργατών, την Καπνεργατική Ομοσπονδία Ελλάδος, η οποία στα 1930 αριθμούσε στη δύναμη της 25 σωματεία με 22.000 μέλη. Τη γραμμή της κυβερνητικής Γ.Σ.Ε.Ε. ακολουθούσε η ομοσπονδία που λεγόταν Ε.Ο.Κ.Σ.Ε (Ενωτική Ομοσπονδία Καπνεργατών και Στοιβαδόρων Ελλάδος). Αυτή είχε προκύψει από τη σύμπραξη της συντηρητικής συνδικαλιστικής παράταξης, οι οποίες διοικούσαν την Γ.Σ.Ε.Ε από την εποχή του Γ’ Συνεδρίου της, το 1926. Στα 1930 η ΕΟΚΣΕ εκπροσωπούσε 31 σωματεία, αλλά μόνον 8000 μέλη.

Η συνδυασμένη εργοδοτική και κρατική δράση οδήγησαν σε αποτυχία τους αγώνες των καπνεργατών, οι οποίοι αντιμετώπιζαν πλέον πρόβλημα επιβίωσης και διατήρησης της εργασίας τους. 

Στη περίοδο αυτή εκδηλώθηκαν οι περισσότερες μαζικότερες και δραματικότερες απεργίες των καπνεργατών, κυρίως μεταξύ του 1927 και 1928.

 Οι καπνέμποροι απαντούσαν με συνεχή λοκ-άουτ ενώ τους απεργούς αντιμετώπιζαν τάγματα προκαλώντας θύματα και τραυματίες μεταξύ των εργατών. 
Η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση τους προκάλεσε φόβους για ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος. Οι καπνεργάτες θεωρούνταν πια «επικίνδυνη» τάξη, για αυτό κρίθηκε σκόπιμο ο αριθμός τους να περιοριστεί. Το έργο της «αποσυμφόρησης» του επαγγέλματος δηλαδή τη βαθμιαία μείωση του αριθμού των καπνεργατών, ανέλαβε το Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ), το οποίο επέβαλε τη χρήση επαγγελματικού βιβλιαρίου από το 1926, έτος ίδρυσης του, και έτσι καταργήθηκε η ελεύθερη πρόσβαση στο επάγγελμα. Μέχρι το 1929, 4 στους 10 εργάτες είχαν μείνει άνεργοι εξαιτίας της αποσυμφόρησης του επαγγέλματος.

Μαχη οπισθοφυλακων


Στη Τρίτη περίοδο, από το 1929 έως το 1936, το επάγγελμα των καπνεργατών δέχτηκε νέο πλήγμα καθώς οι καπνέμποροι κατάφεραν να επιτύχουν τη σταδιακή αντικατάσταση των ανδρών εργατών με γυναίκες μέσω της αλλαγής του συστήματος επεξεργασίας.

Το νέο σύστημα ονομαζόταν «Τόγκα» και στηριζόταν στη μαζική απασχόληση γυναικών εργατριών. Ενώ στα 1920 ήταν απλώς διπλάσιες από τους άνδρες, στα 1930 ήταν εφταπλάσιες. Η Τρίτη περίοδος ωστόσο είχε θετικές εξελίξεις για τον καπνεργατικό συνδικαλισμό. Τον Απρίλιο του 1936 συνήλθε στη Θεσσαλονίκη μέσα σε ενωτικό κλίμα το πρώτο παγακαπνεργατικό συνέδριο, από το οποίο προέκυψε μια νέα ομοσπονδία, η Πανελλαδική Καπνεργατική Ομοσπονδία (Π.Κ.Ο) η οποία ένωσε όλες τις παλαιότερες. Απόρροια του ενωτικού κλίματος που δημιουργήθηκε ήταν η μεγάλη απεργία των καπνεργατών της Μακεδονίας το Μάιο  του 1936. Η απεργία είχε ξεκινήσει στα τέλη Απριλίου κορυφώθηκε όμως στις 9 Μαΐου όταν κηρύχθηκε γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη.

Η κύρια συγκέντρωση της απεργίας άρχισε γύρω στης 10.30 το πρωί. 
Η αστυνομία και ο στρατός κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις στην περιοχή, ενώ πυροβόλα όπλα είχαν τοποθετηθεί σε κρίσιμα σημεία. 

Ο πρώτος εργάτης που πέθανε εκείνη την ημέρα, ίσως το πιο θρυλικό θύμα του εργατικού μεσοπολεμικού κινήματος χάρη στον ποιητή Γ. Ρίτσο, ήταν ένας οδηγός ταξί, Τάσος Τούσης

Οι εργάτες όμως συνέχισαν την διαδήλωση τους μεταφέροντας μαζί και το πτώμα του Τούση πάνω σε μια πόρτα. Στο Διοικητήριο η αστυνομία άνοιξε αδιάκριτα πυρ και σκότωσε επιτόπου άλλους εννέα εργάτες. Το κέντρο της πόλης είχε γίνει κανονικό πεδίο μάχης. Γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμο στρατιωτικός διοικητής να αντικαταστήσει τον αρχηγό της αστυνομίας. Η απεργία αυτή έδειξε ότι παρά τα συνεχή πλήγματα ο κλάδος των καπνεργατών δεν έχασε τη ριζοσπαστική διάθεση του. Ήταν όμως πια μια μάχη οπισθοφυλάκων.

Από το χειροποίητο στο μηχανοποίητο τσιγάρο


ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, τα πρώτα καπνοπωλεία έκαναν την εμφάνισή τους αμέσως μετά την απελευθέρωση του1821, πρώτα στο Ναύπλιο και αργότερα στην Αθήνα. Ήταν μικρά μαγαζιά  που πωλούσαν αρχικά κομμένο καπνό και τουμπεκί για τσιμπούκια, ναργιλέδες, σνιφάρισμα και  κατάλληλα επεξεργασμένο για μάσημα.

Μετά τη δεκαετία του 1860, η ζήτηση του καπνού στην Ελλάδα αυξήθηκε και το χειροποίητο «στριφτό» τσιγάρο άρχισε να επικρατεί των άλλων τρόπων καπνίσματος. 

Στις 27 Απριλίου 1883, επίκυβερνήσεως Τρικούπη, επιβάλλεται φορολογία στον καπνό, για να ελεγχθεί και η λαθρεμπορία του και απαγορεύεται η μέχρι τότε ελεύθερη πώληση δεσμίδων σιγαρόχαρτου. 

Η εμπορία του σιγαρόχαρτου μονοπωλείται από το κράτος, διατίθεται μόνον από τα δημόσια καπνοκοπτήρια και αναλογεί αυστηρά στις ποσότητες καπνού που συνοδεύει. 
Η φορολογία του καπνού, τέσσερις δραχμές ανά οκά φύλλων καπνού, δημιούργησε έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια και κοινωνική αναστάτωση. 

Τα πρώτα χρόνια επιβολής του φόρου παράλληλα με τις νόμιμες συναλλαγές, εφευρέθηκαν παράνομες μορφές διακίνησης του καπνού. Το κράτος παρά τις προσπάθειες, δεν κατόρθωσε ποτέ να συναγωνισθεί αποτελεσματικά, σε ευρηματικότητα τους λαθρέμπορους.

Με το νέο καθεστώς εμπορίας του καπνού οι εργασίες των καπνοπωλείων αυξήθηκαν και ένα καινούργιο προϊόν παρουσιάσθηκε στις προθήκες τους: το έτοιμο χειροποίητο τσιγάρο. 
Τα τσιγάρα αυτά ήταν χοντρά και η μισή τους σχεδόν επιφάνια έφερε σημάδια της κόλλησης του σιγαρόχαρτου. Οι αποθηκευτικοί χώροι των καπνοπωλείων διευρύνονται ή μεταφέρονται και μετατρέπονται σε βιοτεχνικούς. 

Εκεί, λίγοι εργάτες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά ταξινομούν τα φύλλα καπνού καθισμένοι στο δάπεδο, Κόβουν τον καπνό σε απλά χαβάνια ή, αργότερα, με τροχούς  που φέρουν στην περιφέρειά τους καλοακονισμένα μαχαίρια. 

Κάποιος απ’ αυτούς, ο πιο έμπειρος -ο περίφημος χαρμαντζής- ανακατεύει τις διάφορες ποικιλίες καπνού και δημιουργεί τα εύγευστα χαρμάνια. 
Όταν τα χαρμάνια είναι έτοιμα, ανοίγονται τα πακετάκια με το σιγαρόχαρτο.

 Η μία άκρη του σιγαρόχαρτου αλείφεται με ειδική κόλλα, φτιαγμένη συνήθως από άνθος αραβοσίτου, λίγη ζάχαρη και λίγες σταγόνες νερό. 
Το χαρτί στρογγυλεύεται, οι δυο άκρες κολλούν μεταξύ τους και δημιουργούν ένα χάρτινο κύλινδρο. Στη συνέχεια ο χάρτινος κύλινδρος τσακιζόταν κατά μήκος, αν τα τσιγάρα ήταν «πλακέ» ή διαφορετικά πήγαινε κατ’ ευθείαν για γέμισμα. Αργότερα, τα στάδια της όλης εργασίας εξειδικεύονται και η «εμπορική επεξεργασία» -ή διαλογή και ταξινόμηση των φύλλων καπνού- γίνεται μόνο σε ειδικούς χώρους, τα καπνομάγαζα (καπναποθήκες), ενώ το κόψιμο, η δημιουργία των χαρμανιών, η ύγρανση κ.τ.λ. γίνεται στα δημόσια καπνοκοπτήρια.

Γύρω στα 1885 τα ελληνικά καπνοπωλεία διαθέτουν έτοιμα «στριφτά» τσιγάρα σε πακέτα, με σήματα (μάρκες) που συχνά παίρνουν το όνομά τους από την επωνυμία του καπνοπωλείου που  τα κατασκευάζει.

«….τινές  εφρόντισαν να κοσμήσωσι τα κουτία δι’ εξεικονίσεως αντικειμένου συνωνύμου προς τα ονόματά των, ως ο εν Αθήναις καπνοπώλης Βάρκας ο παραθέτων λέμβον (βάρκαν) ή ο καπνοπώλης Βέλλος, ο θέτων παρά το όνομά του το τορπιλλικόν το καλούμενον ‘‘Βέλλος’’!!», 

έγραφε το 1915 ο Τιμ. Αμπελάς («Κουτιολογία», Εθνικόν Ημερολόγιον Κ.Φ. Σκόκου, Αθήνα). Με την εφεύρεση των σιγαροποιητικών μηχανών γίνεται η μετάβαση στη βιομηχανική παραγωγή των μηχανοποίητων τσιγάρων. Στην Ελλάδα, η πρώτη απόπειρα εισαγωγής  μηχανημάτων κοπής καπνού και κατασκευής τσιγάρων (που δεν λειτούργησαν ποτέ) έγινε το 1884 από το Δημόσιο. 

Η πρώτη σιγαροποιητική μηχανή που λειτούργησε εισήχθη από τον καπνοβιομήχανο Αγγελίδη το 1895. 

Ακολούθησε, το 1908, ο Παπαφώτης στον Πειραιά, το 1909, ο Καραβασίλης στον Πύργο. 
Εργατικές κινητοποιήσεις ξέσπασαν με την άφιξη των πρώτων σιγαροποιητικών μηχανών, γιατί η παρουσία τους καταργούσε το επάγγελμα του σιγαροποιού.
 Από τις πρώτες συμβιβαστικές λύσεις που προτάθηκαν ήταν η σιγαροποιητική μηχανή να κατασκευάζει μόνο λαϊκά τσιγάρα και να γράφεται ευκρινώς στα πακέτα η λέξη «μηχανοποιημένα». 

Τα πρώτα μηχανοποίητα ελληνικά τσιγάρα είχαν τυπωμένο επάνω τους ως σήμα έναν πετεινό.

 Ονομάσθηκαν «Κόκορας» και ήταν κατά πολύ φθηνότερα των χειροποίητων. Για μια εικοσαετία περίπου τα μηχανοποίητα τσιγάρα συνυπάρχουν με τα έτοιμα χειροποίητα. Το ελληνικό κράτος συντάσσει νόμους για να προστατεύει την τρυφερή ηλικία της σιγαρετοπαραγωγής και την 31η Δεκεμβρίου του 1925 απαγορεύεται δια νόμου η πώληση κομμένου καπνού για τσιγάρα. Ενάμιση χρόνο αργότερα, την 22α Μαΐου του 1926, καταργείται ως ιδιαίτερη κατηγορία και το «χειροποίητο σεγαρέττο» και απαγορεύεται η κυκλοφορία του.

Πακέτα τσιγάρων


Τα ελληνικά κουτιά τσιγάρων πληθαίνουν τη δεκαετία του 1880 για να στεγάσουν τα έτοιμα χειροποίητα τσιγάρα. 
Μέχρι μια εποχή τη δεκαετία του 1960 συνυπάρχουν με τα τσιγάρα «χύμα».

Τα πακέτα τσιγάρων τελικά κέρδισαν την πλειονότητα των καπνιστών με τις εγγυήσεις πρακτικότητας, καθαριότητας, επιμέλειας και οπτικής απόλαυσης που προσέφεραν. Πακέτα αρχικά  χαρτονένια, φακελάκια των 5 τσιγάρων, «συρταρωτά» -που έγιναν γνωστά σαν «ΩΘΗΣΟΝ»- από την ομώνυμη εγγραφή που έφεραν στα πλάγια του μικρού συρταριού τους, «κασετίνες» των πέντε, έξι, δέκα… κούτες των εκατό, διακοσίων, πεντακοσίων τσιγάρων.

Η διακόσμηση των πρώτων πακέτων ήταν αποτέλεσμα των προσωπικών αισθητικών απόψεων των καπνεμπόρων - καπνοπωλών.
 Η  θεματογραφία τους αντλούσε από το παρελθόν και το παρόν βασιλείς, ήρωες, πολιτικούς, σε απόπειρες αλληλεπίδρασης ταυτότητας, θυρεούς, ξίφη, στέμματα, σε μια προσπάθεια εξευγενισμού του προϊόντος, ζώα και πουλιά, αναδεύοντας το αχανές των ζωικών συμβόλων, αθλητές και αθλήματα για ν’ απενοχοποιήσει την αμφιλεγόμενη απόλαυση, κοσμοπολίτικα θέματα για χωροχρονικές αποδράσεις. 

Σκηνές της μυθολογίας κοσμούσαν τις επιφάνειες των πακέτων με πρωταγωνιστές θεούς και ημίθεους, την Αθηνά, τον Ερμή, τον Αχιλλέα, τη Σαπφώ, την Ακρόπολη, ηρωικές στιγμές του έθνους, τον Κολοκοτρώνη, το θωρηκτό Αβέρωφ, τους τσολιάδες ν’ αναφωνούν «αέρα».

«..Ομηρικάς δε παραστάσεις εξαναγλύφων εικονίζουσι και τα κουτία του καπνέμπορου Ι. Κουτσούκου, ήτοι το άρμα του Αχιλλέως σύροντος τον Έκτορα, και επί της ετέρας πλευράς οδυρομένην την οικογένειαν, ίσως του Βασιλέως  της Τροίας Πριάμου….

«…παράστασις, αλλά ατελέστερον εκτελεσθείσα, είναι η εις τα κουτία του εκ Καλαμών καπνοπώλου Σκιά. Παριστά ωραίαν, αυλητρίδα κρατούσαν δια των δύο χειρών της δίαυλον εξ ου εξέρχονται (τι νομίζετε, Ήχοι) σιγαρέττα. Αγνωστον τι ήθελε να συμβολίσει ο καλλιτέχνης…»

 συνέχιζε ο Τιμ. Αμπελάς.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την έκρηξη της διαφήμισης και των μέσων επικοινωνίας, τη διακόσμηση των πακέτων ανέλαβαν οι νεοδημιουργηθέντες επαγγελματίες γραφίστες και διαφημιστές. Τα μέχρι τότε «φλύαρα» εικαστικά στοιχεία ελαχιστοποιούνται, χοντρές και λεπτές λωρίδες τεντωμένες ή κυματίζουσες,  γραμμικά  σχήματα με έγχρωμο ή λευκό φόντο επιτελούν το έργο της  προσέλκυσης του καταναλωτή. Διάφοροι χρωματιστοί τύποι γραμμάτων αναγγέλλουν τις φίρμες και τα μικρά στρογγυλά. Τετράγωνά ή ρομβοειδή διακοσμητικά μοτίβα φιλοξενούν το σήμα   της εταιρίας.

 Στους λογότυπους  γίνεται συχνά μνεία της ποιότητας, ΕΚΛΕΚΤΑ, ΦΙΝΟ, ΤΕΛΕΙΟΝ,… της προέλευσης, ΑΝΘΟΣ, ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ, ΑΓΡΙΝΙΟΥ..του αριθμού των περιεχομένων τσιγάρων Νο 10,Νο 22, Νο 5…της ταυτότητας  του καπνοβιομήχανου Καραβασίλης, Αφοί Ματσάγγου, Βάθης. Επίσης, αρκετά νωρίς έκαναν την εμφάνισή τους  ευφημιστικοί λατινικοί λογότυποι όπως: 

CHIC, LUX, SPECIAL… που πολλοί κατέληξαν σε ελληνολατινικά γλωσσικά υβρίδια ΣΑΝΤΙΚΛΑΙΡ, ΝΤΑΜΕΣ, ΑΝΤΙΝΙΚΟΤ..

Τα σχήματα των πακέτων χαρτονένιων ή τσίγκινων, αγάπησαν μονομανώς τα ορθογώνια παραλληλεπίπεδα. Αιρετικές παρουσίες ανάμεσά τους, αναζητώντας λύσεις βελτιωμένης λειτουργικότητας, τα καμπυλόγραμμα πακέτα τσέπης Super Blend Νο 50 του Μελαχροινού, τα τσίγκινα κυλινδρικά κουτιά για εξαγωγές του Hellas Special.

Πλαγιαστά ή όρθια, συρταρωτά ή κασετίνες αυτά τα ξοδεμένα ορθογωνιασμένα κουτιά με τις στρογγυλεμένες μερικές φορές γωνιές , αυτοί οι «σιωπηλοί πωλητές» φιλοξένησαν στην αγκαλιά τους επίλεκτους ενοίκους, γεννήματα της ελληνικής γης και θρέμματα ακάματης  προσπάθειας.  Σήμερα στις προθήκες παλαιοπωλείων στις βιτρίνες ιδιωτικών συλλογών ή αποθηκευμένα στις ζηλευτά αλάθητες μνήμες των ηλεκτρονικών υπολογιστών  σύγχρονων καπνοβιομηχανιών, αποπειρώνται να εικονογραφήσουν την ιστορία τους και χρίζονται αλιείς νοσταλγικών αμφίθυμων συνειρμών.

Κάρτες τσιγάρων

Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ των  ενθέτων ξεκίνησε το 1878 στην Αμερική, από την σιγαρετοβιομηχανία  που κατασκεύαζε τα τσιγάρα «Marquis of Lorne» και  η οποία τοποθέτησε στο εσωτερικό των τσιγάρων της το πορτρέτο της ομώνυμης μαρκησίας. Το παράδειγμά της ακολούθησαν όλες οι μεγάλες καπνοβιομηχανίες της εποχής, τυπώνοντας πλημμυρίδα καρτών για τσιγάρα, που συναγωνίζονταν μεταξύ τους σ’ έμπνευση και πρωτοτυπία, σε ποιότητα και αισθητική. Το κόστος κατασκευής των ενθέτων πολλές φορές υπερέβαινε αυτό των τσιγάρων!

Στις αρχές  του αιώνα  οι Έλληνες καπνοβιομήχανοι της Αιγύπτου, Τόκκος, Πρωτόππαπας, Μελαχροινός κ.α. στολίζουν τα παγκοσμίου φήμης τσιγάρα τους μ’ εξωτικές ασπρόμαυρες και επιχρωματισμένες φωτογραφίες όπου ρετρό καλλονές εξαντλούν με τις στάσεις τους κάθε πιθανή έκφραση του γυμνού.

 Μερικές από αυτές στολίζονται με χρυσόσκονη, απομιμήσεις διαμαντιών και άλλων πολύτιμων λίθων. 

Η ποιότητα τους για τα δεδομένα της εποχής είναι εκπληκτικκή και οι φωτογραφήσεις φίνονται από μεγάλους καλλιτέχνες. 
Στο οπισθόκαρτο τυπώνοντας προσφορές δώρων, κουπονιών κ.α. και με γραμμογράφηση επιστολικού δελταρίου τα αποκαλυπτικά ένθετα μετατρέπονται σε «πικάντικες» ταχυδρομικές καρτ ποστάλ που ταξιδεύουν και διαφημίζουν την εταιρία που τις εκδίδει σε όλο τον κόσμο.

Πλην των χάρτινων ενθέτων, αργότερα, χρησιμοποιούνται σατέν κομματάκια υφάσματος εικονογραφημένου με ποικίλα θέματα, που γίνονται μόδα και διακοσμούν καπέλα, τραπεζομάντιλα, γραβάτες, ζώνες, ομπρέλες…

Στην Αγγλία γύρω στα 1930 δημιουργούνται λέσχες «καρτοφίλων» και οι κάρτες τσιγάρων, τα λεγόμενα cigarette cards, γίνονται συλλεκτικά αντικείμενα.

Δελτία δώρων


Γύρω στο 1915 κάνουν την εμφάνισή τους στα ελληνικά πακέτα των τσιγάρων ΖΕΝΙΘ, του συνδέσμου καπνοπαραγωγών Αγρινίου, οι πρώτες κάρτες τσιγάρων. Είναι μικρές φωτογραφίες που απεικονίζουν νεοελληνικές τοπικές ενδυμασίες και τοποθετούνται στο εσωτερικό του πακέτου. Το 1925, κάρτες φιλοξενούνται και στα πακέτα ΝΥΜΦΗ και ΕΘΝΟΣ των εταιριών Φούκα και Κεράνη. Σε απόσταση αναπνοής ακολουθεί το ΤΕΛΕΙΟΝ  της καπνοβιομηχανίας Μέξη και πολλές άλλες εταιρίες. Το οπισθόκαρτο εκτελεί χρέη δελτίου δώρων, Διαβάζουμε σε κάρτα των τσιγάρων ΣΠΙΘΑ: «Οι κομίζοντες εις το κατάστημά μας 120 φωτογραφίες μεγάλων κυτίων ή 240 μικρών τοιούτων, θα λαμβάνουν εν εκ των κάτωθι αναφερομένων ειδών: Πίπες θαυμάσιες, αναπτήρες, σιγαροθήκαι πολυτελείας, σάπωνες αρωματικές. Παρισίων (εις κυτία ), κτέναι μεγάλαι, αρώματα Παρισίων φιάλαι, σουγιάδες Αγγλικοί και άλλα διάφορα».

Το δελτίο δώρου σύντομα δημιουργεί προβλήματα και το 1927 με κυβερνητική απόφαση καταργείται ως στοιχείο αθέμιτου ανταγωνισμού.

Έμφαση πλέον δίνεται στη θεματογραφία των ενθέτων, η οποία διαστέλλεται και γίνεται πιο τολμηρή για τα ήθη της εποχής. Η ελληνική αγορά απολαμβάνει πλησμονή φωτογραφικών προτάσεων και .. προκλήσεων. Παράλληλα με τους αγωνιστές της κρητικής επανάστασης, τους βασιλείς, τις σκηνές καθημερινής ζωής τα αρχαία μνημεία και τα τοπία, αναιδείς λολίτες, καμπυλόγραμμες χορεύτριες των γαλλικών καμπαρέ Moulin Rouge και Lido, ηθοποιοί όπως η Σάρα Μπερνάρ αιχμαλωτίζονται στα παραλληλόγραμμα των καρτών. Αρκετές κάρτες, μεταξύ των οποίων κάρτες με γυμνές καλλονές της καπνοβιομηχανίας Μέξη, διέφυγαν του χρόνου τοποθετημένες «ευλαβικά» σε ειδικά κατασκευασμένα άλμπουμ και αποτελούν στις μέρες μας συλλεκτικό είδος και παραμύθια της προεφηβικής καθήλωσης μανιωδών συλλεκτών.

Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αναστέλλεται η έκδοση των καρτών λόγω έλλειψης χαρτιού.

 Στις δεκαετίες 1940 και 1950, έπειτα από κυβερνητικές απαγορευτικές αποφάσεις, κάποια εικαστικά ενσωματώνονται φειδωλά στο εσωτερικό του σκεπάσματος των πακέτων και σιγά σιγά οι κάρτες χάνονται.

Σιγαρόχαρτα άλλων εποχών



ΣΤΑ μέσα του 17ου αιώνα, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων στη  Βαρκελώνη κάνει την εμφάνισή του ένα καινούργιο εμπόρευμα «Μικρά τετράδια χαρτιών για τσιγάρα». Πρόκειται για δεσμίδες μικρών ορθογώνιων άκομψων χαρτιών, κολλημένων στη μια τους διάσταση. Είναι εξευρωπαϊσμένοι απόγονοι των νοτιοαμερικάνικων «παπελίτος» που πολύ πριν από τον 16ο αιώνα ανέφεραν στις αφηγήσεις τους οι ιεραπόστολοι που διέτρεχαν την Νότια Αμερική. Με τον ερχομό του σεγαρόχαρτου στην Ευρώπη, οι ποικιλίες ψιλοκομμένου καπνού αιχμαλωτίζονται στο αγκάλιασμά του- οι άλλοι τρόποι καπνίσματος ατονούν-και μέλλει να δημιουργηθεί το πιο παράδοξο προϊόν των επόμενων αιώνων. Το τσιγάρο. Η επιλογή του σιγαρόχαρτου αποτελούσε για τους καπνιστές «στριφτών» τσιγάρων, μέρος της ιεροτελεστίας  του «στριψίματος». Το κοίταζαν, το άγγιζαν, το χάιδευαν, το διάλεγαν, το τοποθετούσαν ευλαβικά ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη και επιμελώς  δούλευαν τις μικρές τούφες καπνού για να δώσουν το επιθυμητό σχήμα στο τσιγάρο τους. Σιγαρόχαρτα από διάφορες ύλες, όπως ρύζι, βαμβάκι, λινάρι και κάνναβη, σε πολυποίκιλα  χρώματα, αποχρώσεις του λευκού, του πράσινου, του ροζ, ώχρες, δοκιμάσθηκαν. Αρωματικές ουσίες προστέθηκαν, προκλήσεις στην όσφρηση και τη γεύση. Το σιγαρόχαρτο συμμετείχε ενεργά στη γευστική και οσφρητική αρμονία του χειροποίητου τσιγάρου.


Στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία εισαγωγής του σιγαρόχαρτου. Βέβαιο είναι ότι τα πολυσύχναστα λιμάνια της χώρας μας δεν άργησαν να δεχτούν το καινούργιο εμπόρευμα. Ήδη από το 1866, τα χαρτοπωλεία στην Αθήνα, μεταξύ των άλλων προϊόντων τους, πωλούν και διαφημίζουν σιγαρόχαρτα. Οι δεσμίδες σιγαρόχαρτου απόκτησαν προστατευτική επένδυση από χάρτινα μικροσκοπικά περίτεχνα, ασπρόμαυρα ή έγχρωμα εξώφυλλα λιθογραφημένα με ολύμπιους θεούς, γοργόνες, βασιλείς, σκηνές από την καθημερινότητα, ήρωες του ΄21, πολιτικούς άνδρες της εποχής, σύμβολα, διακοσμητικά στοιχεία…Ένα εικαστικό πανόραμα που προκαλεί ευχάριστα τα περιδιαβαίνοντα μάτια των καπνιστών. Με την επιβολή, το 1883, της φορολογίας του καπνού, στην Ελλάδα, απαγορεύεται η ελεύθερη πώληση σιγαροχάρτου. Οι όμορφα φιλοτεχνημένες δεσμίδες σιγαροχάρτου χάνονται από την ελληνική αγορά.

Το κράτος το 1887 αναθέτει, αποκλειστικά στην επιχείρηση Ασπιώτη, τη διασκευή του εισαγομένου σιγαροχάρτου προς χρήση όλων των εγχωρίων καπνοβιομηχανιών.
Διαβάζουμε σε δημοσίευμα του 1919:

«…εμερίμνησε η Κρατική Γραφειοκρατία, ως να ήτο Κινέζα μαμμή, να τη συμπιέση (τη βιομηχανία καπνού), να την συνθλίψη, να την παραμορφώση, ώστε να μη δύναται να έχη ελεύθερον τον δρόμον της αναπτύξεώς της… Της εφόρτωσε  άθλιον σιγαρόχαρτον, της εχάλασε την εξωτερική ωμορφιά της με απαίσια φασκιά των ταινιών, την υπέβαλεν υπό ενιαίαν φορολογίαν, της απηγόρευσε διαφοράς ειδών και ποικιλίας, την απέκλεισε από την εκμετάλλευσιν των γούστων, των σκέρτσων, των ορέξεων της πολυτελείας, την  εμπόδισε να είναι απαιτητική προς τας τάξεις των πλουσίων και διευκολυντική εις τας τάξεις των πτωχών.» 

Οι έντονες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες  δεν στάθηκαν ικανές να τροποποιήσουν το καθεστώς εμπορίας του σιγαροχάρου. 

Την 1η Ιανουαρίου 1986, με την προσχώρηση της χώρας μας στην ΕΟΚ, σύμφωνα με το άρθρο 40 της συμφωνίας της Ρώμης καταργούνται όλα τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού και η εμπορία του σιγαροχάρτου.