25 Φεβρουαρίου 2013

Η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Τα σχολεία της Πετρούσας Δράμας.

Ψάχνοντας για "πετρούσα" στο internet βγαίνει αρκετές φορές το παρακάτω blog yaunatakabara.

Αναδημοσίευση από το εξαιρετικό yaunatakabara (κλικ για την είσοδο στο Ιστολόγιο)

Πετρούσα Δράμας: Η εκπαίδευση από 1840-1913
του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη 
Σχολικού Συμβούλου ε.τ.
Η εκπαίδευση στις επαρχίες 
Δράμας & Ζιχνών κατά την Τουρκοκρατία
(σελ. 288-294)
 (οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)
Σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά της Δράμας και δεξιά του οδικού άξονα
Δραμας - Κάτω Νευροκοπίου βρίσκεται το χωριό
Πετρούσα ή Πλεύνα στους πρόποδες του Φαλακρού όρους (Μποζνταγ).

Το χωριό στα 1885 είχε συνολικά 1.500 κατοίκους,
από τους οποίους οι 350 ορθόδοξοι σλαβόφωνοι Έλληνες
και οι 1.150 Βούλγαροι σχισματικοί που είχαν προσχωρήσει στο βουλγαρικό Σχίσμα,
οι περισσότεροι τρομοκρατημένοι από τους κομιτατζήδες.

Στις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα γύρω στα 1906, σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή που δημοσιεύει στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρος,
ο πληθυσμός της Πετρούσας δεν πρέπει να υπερβαίνει
τους 2.310 κατοίκους από τους οποίους
640 είναι Έλληνες,
1.431 σχισματικοί Βούλγαροι
και 239 Τούρκοι .

Δίνουμε παρακάτω τον πίνακα 10 που δείχνει την προοδευτική αύξηση του πληθυσμού της Πετρούσας κατά εθνότητα και θρήσκευμα με βάση τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών και τους Έλληνες περιηγητές, ώστε να παρουσιαστεί όσο γίνεται πιο πλήρης η εικόνα του πληθυσμού της πριν από την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Σχετικά τώρα με το χρόνο λειτουργίας των σχολείων στην Πετρούσα δε γνωρίζουμε πολλά.

Ένα είναι πάντως βέβαιο, ότι από έγγραφο του Υποπροξενείου Καβάλας που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, πληροφορούμεθα ότι ο υποπρόξενος Καβάλας Γεώργιος Σ. Δοκός, σε εμπιστευτική έκθεσή του που υπέβαλε το 1867 στον υπουργό Εξωτερικών Χαρίλαο Τρικούπη, μεταξύ άλλων, προτείνει επειγόντως τη σύσταση δύο αλληλοδιδακτικών σχολείων,
ήτοι ένα στην Προσοτσάνη
και ένα στην Πλεύνα (Πετρούσα)
που έχει 2.000 περίπου χριστιανούς,
επειδή

«.. .οι κάτοικοι των κωμοπόλεων τούτων λαλώσιν οι πλείστοι την ελληνικήν και επωφελούνται της ελληνικής παιδείας».

Ο υποπρόξενος στην έκθεσή του θεωρεί ακόμη αναγκαίο ότι τα σχολεία αυτά χρειάζονται και τα κατάλληλα διδακτικά βιβλία
«.. .ως και μικράν χρηματικήν βοήθειαν, υπολογιζομένην εφ' όλων τούτων εις δραχμάς 1.500».
Στα χρόνια που ακολούθησαν η λειτουργία του σχολείου της Πετρούσας φαίνεται ότι ήταν περιπετειώδης.

Ι.Ν Εισοδίων της Παναγίας Πετρούσας
Το οίκημα του σχολείου βρισκόταν στο προαύλιο της παλιάς εκκλησίας που ανήκε στην ελληνική Κοινότητα.

Μετά όμως το βουλγαρικό Σχίσμα (1870) από το Πατριαρχείο, τα κοινοτικά κτήματα δηλαδή το μισό σχολείο και η εκκλησία περιήλθαν με βίαιο τρόπο στα χέρια των εξαρχικών.

Παρά τις δραματικές συγκρούσεις που παρατηρήθηκαν στο χωριό ανάμεσα στους Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς, το ελληνικό δημοτικό σχολείο της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας λειτούργησε με 80 μαθητές
κανονικά σε μια αίθουσα του οικήματος.
Σε άλλη αίθουσα συστεγαζόταν το σχολείο της εξαρχικής Κοινότητας.

Γύρω στα 1885, σύμφωνα με ένα στατιστικό εκπαιδευτικό πίνακα της περιφέρειας του Υποπροξενείου Καβάλας που υπέβαλε ο υποπρόξενος Α. Τσιμπουράκης στο Υπουργείο Εξωτερικών, στην Πετρούσα λειτουργούσε ένα ελληνικό σχολείο
με ¨ολικό αριθμό των Ελλήνων μαθητών, μαθητριών και νηπίων ¨


Από έναν άλλο στατιστικό πίνακα των ελληνικών σχολείων στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Βιτωλίων της Μακεδονίας κατά το σχολικό έτος 1894-1895, πληροφορούμεθα ότι στο χωριό αυτό λειτουργούν
1 σχολείο με ένα δάσκαλο
και 55 μαθητές
και 1 παρθεναγωγείο
με μία δασκάλα και 35 μαθήτριες και νήπια μαζί.

Η ετήσια δαπάνη συντήρησης των σχολείων τη χρονιά αυτή ανέρχεται στο ποσό των 1.610 γαλλικών φράγκων.

Τέλος, στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική εκπαίδευση στην Πετρούσα αλλά και σε άλλα χωριά και κωμοπόλεις της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών αρχίζει να δυναμώνει.
Οι κάτοικοι της Δράμας και των γύρω χωριών είχαν την τύχη να έχουν αρχηγό τους τον μητροπολίτη Χρυσόστομο (1902-1910),ηγέτη φωτισμένο και θαρραλέο, που πρόσφερε πολλά στην επαρχία του.

Η ελληνική εκπαίδευση στο πλαίσιο της πλούσιας ποιμαντορικής και πνευματικής του δράσης παρουσιάζει συνεχώς αυξανόμενη άνοδο.

Έτσι, στα 1906, σύμφωνα με έκθεσητου γενικού επιθεωρητή των Ελληνικών Σχολείων Μακεδονίας Δ. Σάρρου,
στο χωριό λειτουργεί ένα μικτό τετρατάξιο σχολείο στο οποίο γράφτηκαν συνολικά 62 μαθητές, από τους οποίους οι 25 μαθήτριες.

Το σχολείο λειτουργεί σε μια οικία της Ιεράς Μονής Εικοσιφοίνισσας που αγοράστηκε από τους κατοίκους του χωριού και βρίσκεται «εν τω βουλγαρικώ κέντρω» του χωριού.

Επειδή όμως η τοποθεσία του σχολείου είχε προκαλέσει εύλογα φανερή ανησυχία και φόβους στους γονείς και στους συγγενείς των μαθητών, για το λόγο αυτόν οι κάτοικοι του χωριού, με προτροπή του Χρυσοστόμου, συμφώνησαν να κτισθεί σε άλλη θέση καινούργιο διδακτήριο,
ενώ «εις τον τόπον της δολοφονίας του σημαίνοντος ομογενούς Αθαν. Βαλαβάνη ανήγειρεν -αναφέρεται στο Χρυσόστομο- ωραίον ναόν». 

Στο σχολείο της Πετρούσας, τη χρονιά αυτή, αναφέρει στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής, δίδαξαν ο διδάσκαλος Βασίλειος Βάμβας, πρωτόπειρος τελειόφοιτος του Γυμνασίου Σερρών από την Καρλίκοβα (Μικρόπολη), ο οποίος φαίνεται

«...λίαν δειλός και νωθρός δια τούτο και οι χωρικοί έχουσι πολλά κατ' αυτού παράπονα».

Αντίθετα δραστήρια και εργατική φαίνεται να είναι η δασκάλα του σχολείου Όλγα Δημητρίου από τις Σέρρες, από την οποία όλοι οι κάτοικοι ήταν ευχαριστημένοι.

Ο ιερέας Παπανδρέας «ικανώς ζωηρός, φαίνεται υπερμέτρως αγαπών το ποτόν».

Από τους προκρίτους, εκτός από την πατριαρχική γνωστή οικογένεια του Αθανασίου Βαλαβάνη, στην οποία οφείλεται η σημερινή ύπαρξη της Ελληνικής Κοινότητας, διακρίνονται για τα πατρικά τους αισθήματα και οι εξής:

1) Στέργιος Ιωάννου, αλβανόφωνος Ηπειρώτης,
2) Μιχαήλ Αθανασίου επίσης,
3) Βασίλειος Θεοδώρου από τη Νεβίσκη,
4) Αθανάσιος Κωνσταντίνου.

Μάλιστα, λίγες ημέρες πριν επισκεφθεί το χωριό, συνεχίζει στην έκθεσή του ο γενικός επιθεωρητής,
«είχεν αποσκυρτήση και ο εκ των ημετέρων προκρίτων Άγγελος Ουρούμης απειληθείς»
από τους κομιτατζήδες.

Αντίθετα, ένας άλλος πρόκριτος του χωριού, ο Αθανάσιος Βαλαβάνης που δεν προσχώρησε στην Εξαρχία αλλά παρέμεινε πιστός στο Πατριαρχείο, δολοφονήθηκε από τον κομιτατζή Δημ. Τσεγκέλεφ, ο οποίος δρούσε στο χωριό και σκορπούσε το φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους της Πετρούσας.

Στα σαράντα περίπου χρόνια από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας με σουλτανικό φιρμάνι το 1870 μέχρι το 1910, η Πετρούσα μετατράπηκε σε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ των Πατριαρχικών και των Εξαρχικών εξαιτίας της στρατηγικής τοποθεσίας της.

Το χωριό αποτελούσε ισχυρό αλλά και ευπρόσιτο κρησφύγετο επιδρομέων και κακοποιών στοιχείων «...κατερχομένων εκ των υπερκειμένων βραχωδών και ορεινών μερών των εκτελούντων τα του γνωστού δολοφονικού κομιτάτου κελεύματα».

Έτσι, οι Εξαρχικοί είχαν την ευκαιρία να διεισδύσουν ποικιλοτρόπως στο χωριό αλλά και σε άλλα κοντινά χωριά και να διαδώσουν την εθνοφυλετική τους ιδεολογία.

Πέτυχαν παραπλανώντας με πράκτορές τους, ένα μικρό αριθμό Ελλήνων της Πετρούσας να καταλάβουν με τη βία την εκκλησία και να περιορίσουν τους Έλληνες μαθητές σε μια αίθουσα διδασκαλίας στο ίδιο οίκημα, όπου συστεγαζόταν αναγκαστικά και το εξαρχικό σχολείο.


Στόχος, εξάλλου, της βουλγαρικής Εξαρχίας και των ένοπλων βουλγαρικών κομιτάτων ήταν η βίαιη αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού και η προσάρτηση των περιοχών αυτών στο νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος, μετά την ίδρυσή του το 1878 .

Κατά την πρώτη δεκαετία μετά το βουλγαρικό Σχίσμα (1870), εξαρχική διείσδυση έχουμε μόνο σε τρία χωριά του βορειοδυτικού τμήματος της επαρχίας Δράμας, ήτοι στην Πετρούσα (Πλέβνα), στην Προσοτσάνη και στην Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια) .

Στην Πετρούσα «το πρώτον σχίσμα επήλθεν εν τω χωρίω τω 1873» .
Από το 1880 μέχρι και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και κάτω από τις γνωστές τρομοκρατικές συνθήκες που δημιούργησε το βουλγαρικό κομιτάτο, οι Εξαρχικοί κατόρθωσαν να διεισδύσουν και σε άλλα χωριά της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών.

Έτσι, από τα 49 χριστιανικά και μικτά με χριστιανικό και μουσουλμανικό πληθυσμό χωριά των καζάδων Δράμας και Ζιχνών, μόνο σε 13 χωριά παρουσιάστηκε εξαρχικό φαινόμενο .

Τα χωριά αυτά πιεζόμενα από τα βουλγαρικά σώματα, καταρχάς προσχώρησαν στην Εξαρχία, αλλά αργότερα κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Χρυσοστόμου επανήλθαν εξολοκλήρου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αξιοσημείωτο πάντως παραμένει ότι στην Πετρούσα παρ' όλη την ένοπλη βία που ασκούσε η βουλγαρική Εξαρχία με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, είχε γενικά αποτύχει στον τομέα της εκπαίδευσης. 

Μετά την άφιξη του Χρυσοστόμου ο ίδιος ο αντιπρόσωπος της Εξαρχίας Δράμας αρχιμανδρίτης Παΐσιος στην ετήσια έκθεσή του για το σχολικό έτος 1910-1911 διαπιστώνει πλήρη οπισθοδρόμηση της εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής εργασίας στα εξαρχικά χωριά, μεταξύ αυτών και η Πετρούσα.

Αντί να κερδίσουμε, αναφέρει επιγραμματικά «χάνουμε έδαφος».

Για την Πετρούσα αναφέρει ο εξαρχικός αρχιμανδρίτης Παΐσιος ότι «ενώ αρχικά απεσκίρτησαν 340 οικογένειες, κατά την εποχή του Χρυσοστόμου έχει σχηματισθεί δυναμικός ελληνικός πυρήνας από 77 οικογένειες οι οποίες συνεργάζονταν ενεργά με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα».

Κατά την άποψη του αρχιμανδρίτη Παΐσιου πάρα πολλές οικογένειες επανήλθαν στο Πατριαρχείο και αυτό οφείλεται σε μια μεγάλη επιτυχία του Χρυσοστόμου, ο οποίος αναδείχθηκε μεταξύ των Ορθοδόξων ως κυρίαρχη φυσιογνωμία, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη ματαίωση πολλών σχεδίων των Εξαρχικών και την επιστροφή στην πατριαρχική παράταξη πολλών χωριών στα βόρεια της επαρχίας Δράμας.

Ο Χρυσόστομος δεν περιόριζε την εθνική εργασία μόνο στο Θείο Κήρυγμα, αλλά προέβαινε σε αποφασιστικές, αποτελεσματικές ενέργειες.

Παρότρυνε πολλές πατριαρχικές οικογένειες τόσο στην Πετρούσα όσο και σε άλλα χωριά της επαρχίας του, είτε να ενοικιάσουν ακίνητα, ούτως ώστε να εγκλειστούν οι Εξαρχικοί μέσα σε στενό ελληνικό κλοιό του χωριού τους, είτε να αγοράσουν οικόπεδα και να κτίσουν ελληνικά σχολεία.

Αναμφισβήτητα ο Χρυσόστομος έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων με τη λειτουργία ελληνικών σχολείων και στην Πετρούσα, όπως έπραξε σε κάθε χωριό και κωμόπολη της επαρχίας του.

Σύμφωνα με έκθεση του διευθυντή του δημοτικού σχολείου, λειτουργούσε
 «υπό την προστασίατου τότε Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου.. .
ελληνικό 4/τάξιο δημοτικό σχολεία με 100 περίπου μαθητές,
ενώ παράλληλα λειτουργούσε και βουλγαρικό σχολείο».
Στην έκθεσή του ο διευθυντής του σχολείου αναφέρει ακόμη τα εξής:

«Όταν δε επισκεπτόταν το χωριό ο Μητροπολίτης για να τονώσει το Εθνικό φρόνημα των κατοίκων του χωριού, γινόταν σ' αυτόν μεγάλη υποδοχή, ψάλλοντας πάντα με ρίγη εθνικής συγκινήσεως
το «ως ευ παρέστης Δέσποτα, εν μέσω του λαού σου, το ποίμνιόν σου εύθυμον προϋπαντάσαι, Πάτερ...».

Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, και συγκεκριμένα κατά το σχολικό έτος 1910-1911, η Πετρούσα έχει:


α) Ορθοδόξων οικίες 112, 
οικογένειες 134,
ψυχές 638. 
Σχολή αρρένων πεντατάξιο και θηλέων τριτάξιο με νηπιαγωγείο,
στα οποία διδάσκονται 
80 μαθητές από 2 διδασκάλους,
32 μαθήτριες από 2 διδασκάλισσες,
ιερέα δε 1.


β) Σχισματικές οικογένειες 247, ψυχές δε 1.304.

Γλώσσα δε που ομιλείται είναι η ελληνική και η βουλγαρική.

Τέλος, πολύ καρποφόρα και αποτελεσματική ήταν η εθνική εργασία του Υποπροξενείου της Ελλάδας στην Καβάλα.

Η Πετρούσα, όπως είναι γνωστό, ήταν από τα πρώτα χωριά που προσχώρησε στην Εξαρχία και έγινε μία από τις ισχυρότερες εστίες της βουλγαρικής προπαγάνδας.

Το Υποπροξενείο Καβάλας δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχο μπροστά σε έναν τέτοιο κίνδυνο. Κύριο μέλημά του, μεταξύ άλλων, ήταν η διατήρηση και λειτουργία στο χωριό ελληνικών σχολείων (αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο με νηπιαγωγείο μαζί), η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αύξηση του πατριαρχικού πληθυσμού και η εμψύχωση του ηθικού των κατοίκων απέναντι στη βουλ γαρομακεδονική διείσδυση.

Σε εμπιστευτική έκθεσή του που υπέβαλε στον υπουργό Εξωτερικών Αλ. Σκουζέ, ο υποπρόξενος Καβάλας Νικόλαος Μαυρουδής, μεταξύ άλλων,αναφέρει και τα εξής:

 «Παρά το μονομερές εν τούτοις τούτο θαρραλέον κίνημα των Χριστιανών Πλεύνας, ο φόβος και η καταπτόησίς των μοι παρέχει υποψίας ότι, αφιέμενοι εις τας ιδίας δυνάμεις, θα εξακολουθήσουν εν ανοχή και καρτερία αδικαιολογήτω πάσχοντες και καταδιωκόμενοι υπό των Βουλγάρων.

Το Υποπροξενείον, αναγνωρίζον την ανάγκην τού να βοηθήση το χωρίον, διώρισεν εκεί κατά το έτος τούτο διευθυντήν των σχολείων υποσχόμενον να προετοιμάση την ελληνικήν κοινότητα εις τον γενικόν αγώνα δια το μέλλον, αλλά και να καταρτίση ταύτην εις στοιχειώδη άμυναν κατά του παρόντος κινδύνου.

Αλλά και άλλα μέτρα λαμβάνει το Υποπροξενείον δια το χωρίον τούτο, άτινα αποφεύγω να αναφέρω λεπτομερώς εν τη παρούση εκθέση».

Πηγή: Α.Υ.Ε., φάκ. 1885/ΑΒΕ,ΔΙ (έγγραφο 436/30.12.1885).

Αν τώρα επιχειρήσουμε εδώ μία πρώτη εκτίμηση και έναν πρώτο σχολιασμό των αριθμητικών στοιχείων του παραπάνω στατιστικού πίνακα 10 σχετικά με το "βουλγαρικό" ορθόδοξο και σχισματικό πληθυσμό του καζά Δράμας θα καταλήξουμε στις εξής γενικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα:

α) Από εσφαλμένη εκτίμηση της πηγής (1885,1886) παρουσιάζονται πολλοί κάτοικοι των χωριών ως Βούλγαροι ορθόδοξοι και ως Βούλγαροι σχισματικοί ή και τα δύο μαζί. 

Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση του συντάκτη του στατιστικού πίνακα ανατρέπεται από τα γεγονότα και κυρίως από την ηρωική δράση πολλών νέων παιδιών των χωριών αυτών που έδειξαν ηρωική εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας και του βουλγαρικού κομιτάτου.

β) Με την επικράτηση της εθνοθρησκευτικής πόλωσης τόσο στο βορειοδυτικό τμήμα της επαρχίας Δράμας και Ζιχνών όσο και στη Μακεδονία γενικότερα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η εθνογραφική εικόνα παρέμενε αρκετά χρόνια περίπλοκη και συγκεχυμένη.

Ο εθνολογικός χάρτης παρουσίαζε μια πολυμορφία με ένα μικτό χριστιανικό πληθυσμό που απαρτιζόταν από Σλαβόφωνους, Ελληνόφωνους, Βλαχόφωνους και Αλβανόφωνους ορθοδόξους.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ακόμη πως

α) οι κάτοικοι των χωριών της στήλης «Βούλγαροι ορθόδοξοι» που παρουσιάζει ο παραπάνω στατιστικός πίνακας ήταν σλαβόφωνοι Έλληνες και ότι η γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι αυτοί κακώς κάκιστα απετέλεσε για μερικούς συγγραφείς και στατιστικολόγους κριτήριο για την εθνικότητά τους.

β) Οι κάτοικοι των χωριών της στήλης «Βούλγαροι εξαρχικοί» που δείχνει ο ίδιος στατιστικός πίνακας ήταν σλαβόφωνοι Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στο βουλγαρικό σχίσμα κάτω από την πίεση της βουλγαρικής Εξαρχίας και τον τρόμο του βουλγαρικού κομιτάτου.

Πολλοί πάντως από αυτούς ή εξ ολοκλήρου επανήλθαν στο Πατριαρχείο.

Ενδεικτικά αναφέρουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα της ανέκδοτης έκθεσης του υποπροξένου Καβάλας Α. Τσιμπουράκη που αναφέρει τα εξής:
«Εν τη επαρχία Δράμας ουδείς σχισματικός υπάρχει, επιστρεψάντων των τοιούτων επί των ημερών του νυν μητροπολίτη Δράμας κ. Γερμανού Μιχαηλίδου».

γ) Πολύ καρποφόρα, εξάλλου, και αποτελεσματική ήταν και η εθνική εργασία του μητροπολίτη Δράμας και Ζιχνών Χρυσοστόμου στην αντιμετώπιση της εξαρχικής διείσδυσης στα χωριά του βορειοδυτικού τμήματος της επαρχίας του.

Στην περίπου σύγχρονη με την προηγούμενη περιγραφή της πόλης και των γύρω χωριών που έγινε από τον υποπρόξενο της Ελλάδας στην Καβάλα Α. Τσιμπουράκη, αναλυτικά στοιχεία για τη σύνθεση του πληθυσμού της πόλης και των γύρω χωριών υπάρχουν στην περιγραφή τους από τον Ν. Σχινά το 1886 .